Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012


     Βασικά, ήταν μια συνηθισμένη μέρα.Εκτός και αν με  έβλεπες εκείνο το πρωί.

 Κοντοκουρεμένος με ένα σάκο στον ώμο και βήμα ταχύ. Το είχα πάρει πατριωτικά το θέμα
ότι πήγαινα να υπηρετήσω την θητεία μου στον Ελληνικό Στρατό. Έπρεπε να βρίσκομαι στην Τρίπολη μέχρι το μεσημέρι, γι`αυτό και περίμενα το λεωφορείο να κατέβω στο Πεδίο του Άρεως και από εκεί να πάρω ταξί για τον σταθμό των υπεραστικών στον Κηφισό. Τότε το ταξίδι ήταν πάνω απο 4 ώρες. Μ’αρέσει να βλέπω νέους τόπους, καινούργιες εικόνες, να κάνω γνωριμίες.....το απολάμβανα.
Ήταν 11 Ιουλίου του 1988. Δεν είχε πολύ καιρό που είχα αποκτήσει τoMASTER OF PUPPETS” των METALLICA , φυσικά το οποίο έπαιζε συνεχώς στα αυτιά μου σε όλο το ταξίδι.
Λίγες μέρες πριν έκανα τις διακοπές μου στην Πάρο και την Ίο μαζί με τα φιλαράκια μου Χρήστο Σ. και Θανάση Ρ .
Τα είχαμε δώσει όλα θυμάμαι. Μεθούσαμε κάθε βράδυ, διασκεδάζαμε στα ροκάδικα της Ίου και τρώγαμε στις ταβέρνες της Πάρου μέχρι σκασμού. Γκόμενες, κυρίως ξένες, κυνηγάγαμε και στα δυο νησιά. Γιατί όχι , άλλωστε οι μέρες της ελευθερίας μου ήταν μετρημένες.
Και με αυτές τις αναμνήσεις και τις μουσικές, έφτασα κάποια στιγμή μπροστά από την πύλη του στρατοπέδου. 11ο ΣΠ.  Δυο κτiρια εκατέρωθεν και στο κέντρο το διοικητήριο.
  
 Ήταν ακριβώς η ώρα που μας συγκέντρωναν για να μας δώσουν ρούχα. Χωριστήκαμε σε λόχους και διμοιρίες για να παραλάβουμε τον εξοπλισμό. Μπήκα στην αίθουσα βλέποντας τον πανικό που επικρατούσε. Φωνές και διαταγές από τους παλιούς και γενικά ένα χάος.
Σε μετράγανε με το μάτι για το νούμερό σου και έτσι εγώ κατέληξα με παντελόνι κοντύτερο. Ίσα ίσα που έφτανε μέχρι την αρβύλα.
   Πήγαμε στον θάλαμο να τακτοποιηθούμε και να βρούμε τα κρεβάτια μας. Πάνω απο 50 άτομα θα κοιμόμασταν μαζί για τους επόμενους δύο μήνες περίπου. Όλοι άγνωστοι μεταξύ μας, αλλά ξέραμε οτι ήταν θέμα ημερών να γνωριστούμε και να γίνουμε παρέες.
-Τι μουσική ακούς;...  -Από που είσαι;... -Είσαι από Αθήνα; Που μένεις;...  -Είμαι ο Κώστας...
Κατά διαβολική σύμπτωση το τραγούδι που ήταν hit εκείνη την περίοδο, ήταν το Διδυμότειχο μπλούζ. Πρέπει να το ακούγαμε ως  και δέκα φορές την ημέρα!
Κατά τα άλλα,οι μέρες ήταν ίδιες πάνω κάτω. Εγερτήριο, πρωινή γυμναστική, ρόφημα, μετά εκπαίδευση, αγγαρείες, μεσημεριανό φαγητό. Στον λίγο ελεύθερο χρόνο μετά το φαγητό, τι να πρωτοκάνεις. Να ξεκουραστείς; Να μιλήσεις λίγο με κανέναν συνπάσχοντα; Να πάρεις τηλέφωνο αγαπημένα σου πρόσωπα;

Κάπως έτσι γνώρισα τον Δημήτρη Τ. Ένα ήσυχο παλληκάρι με κάτι τεράστια γυαλιά στραβομάρας, που έμενε στον Κολωνό τότε, γι’αυτό μιλάγαμε κάπως αφού και εγώ έμενα εκεί παλαιότερα, είχαμε δηλαδή κάποια κοινά να πούμε.
Μπήκα στον θάλαμο και τον βρήκα με μια ακουστική κιθάρα στα χέρια, όχι απλώς να γραντζουνάει, αλλά να παίζει φοβερές μπλουζιές.
- Ώπα Μήτσο! Το κατέχεις το θέμα βλέπω εε;
-«Εντάξει μωρέ...ότι μπορούμε κάνουμε». (είπε με την χαρακτηριστική  αργόσυρτη βαριά φωνή του).
- Ξέρεις και εγώ προσπαθώ να μάθω μπάσο, βέβαια λίγο αργά το σκέφτηκα θα μου πεις, αλλά το γουστάρω πολύ.
- «Κοίτα και εγώ μπασίστας είμαι βασικά, αλλά που να το έφερνα εδώ το όργανο. Δεν βολεύει. Γι’αυτό έφερα την κιθάρα».   
Έτσι ο Δημήτρης έγινε ο πρώτος δάσκαλός μου στο μπάσο. Έκατσε και μου έγραψε όλες τις κλίμακες με τρόπο κατανοητό, χωρίς παρτιτούρες και ιστορίες για αγρίους. Απλά πράγματα. Του είπα για τα σχέδια που κάναμε με τον Χρήστο Σ. Θα φτιάχναμε συγκρότημα όταν απολυθώ. Είχαμε έτοιμα τραγούδια. Θα λεγόμαστε.....ΑΝΩΝΥΜΟΙ!!!



                                                               1
  Κάθε βράδυ με αυτή την σκέψη ξάπλωνα και φανταζόμουν το πότε θα είχα και εγώ μπάσο. 

Συχνά έβλεπα στον ύπνο μου ότι παίζω το Perfect Stangers των Deep Purple.Τι κόλλημα και αυτό! Κάπου εκεί ήταν που έγραψα το Θέατρο Παραλόγου, ένα από τα πρώτα τραγούδια που σκάρωσα.
Κάποια μέρα μάθαμε ότι ο Διοικητής έψαχνε άτομα που να ξέρουν μουσικό όργανο. Ήθελε να στήσει μια μπάντα για μια γιορτή, που θα λάμβανε χώρα στο στρατόπεδο. Ο Δημήτρης έτρεξε από τους πρώτους. Καλή φάση για λούφα και το γούσταρε κιόλας.  Εγώ δεν μπορούσα να πάω.     
                                                                                                                                                                    Επιτέλους βγαίνουμε εξοδούχοι. Ξέθαψα από τον σάκο το κολλητό μου τζην, την μαύρη μπλούζα και τα αθλητικά μου μποτάκια. Θα είμαι ο εαυτός μου για λίγες ώρες. 
Περπατάω με την παρέα μου στην Πλατεία του Άρεως και βλέπουμε κάτι ροκούδες Τριπολιτσιώτισσες.                                     
Πλησιάζω μαζί με κάποιον από την παρέα (δε θυμάμαι ποιόν) και πιάνουμε την κουβέντα μαζί τους. Λέμε διάφορα, ότι θα μπορούσε να βρει κάποιος  για να τραβήξει την προσοχή και να κάνει πλάκα. Κάποια στιγμή είπαμε ότι παίζουμε σε heavy metal μπάντα. Όταν μας ρώτησαν σε ποιά, είπα....στους SPITFIRE!!!  Αυτό  μου ήρθε εκείνη τη στιγμή, ήθελα να πω ένα συγκρότημα που να το ήξεραν ήδη και είχα  φρέσκια στο μυαλό μου την συναυλία με τους  SAXON.   Δεν τις ξαναείδαμε στην πλατεία.
Πάλι στο στρατόπεδο πριν το σιωπητήριο. Καινούργια ίδια μέρα μας περιμένει.
Όχι είναι Κυριακή. Κάποιοι θα έχουν επισκεπτήριο. Λες να έχω και εγώ σήμερα; Άραγε θα κουνηθούν οι δικοί μου και να έρθουν; Μου θυμίζει τότε που με στείλανε στην κατασκήνωση στον Αγ. Αντρέα με το έτσι θέλω και όχι μόνο αυτό, δεν ερχόντουσαν να με δουν.
Μάταια περίμενα τότε και τώρα παρακολουθώντας την πύλη από μακριά. Έκοβα βόλτες πάνω κάτω στο προαύλιο και χάζευα τις χαρούμενες φάτσες των άλλων, με τα ταπεράκια τους και τα τσιγάρα τους, ενίοτε με τα κορίτσια τους. Κάποια Κυριακή ήρθαν και οι δικοί μου. Κάτι είναι και αυτό.

Κόντευε ο καιρός για τις μεταθέσεις αλλά και για τις εξετάσεις. Βλέπεις είχα ένδειξη Υ.Ε.Α. στα χαρτιά μου, ότι δηλαδή ήμουν Υποψήφιος Έφεδρος Αξιωματικός, Δόκιμος απλά, όχι οτι το ήθελα, αλλά έκατσε. Όταν ήρθε  το χαρτί για να παρουσιαστώ, μίλαγα με έναν τύπο που είχε ένα μίνι μάρκετ στην γειτονιά μου. Μου έλεγε ότι μπορεί να μιλήσει σε κάποιον να με προσέξει΄ και  τι ωραία που περνάνε οι δόκιμοι΄ και πληρώνονται κιόλας, δεν μένουν στο στρατόπεδο, υπηρετούν όμως λίγο παραπάνω!!;; ΩΩΩΠΑ, καλά όλα αυτά, αλλά όχι παραπάνω. Εδώ μιλάμε για 7 μήνες παραπάνω. Έχουμε και άλλες δουλειές. Με περιμένει ένα συγκρότημα... Λέτε αυτός να έβαλε το χεράκι του τελικά; Γιατί εγώ, στις συνεντεύξεις, δήλωνα ότι δεν ήθελα να γίνω. Τέλος πάντων, την ημέρα των εξετάσεων, είχαμε διάφορα συμβάντα. Το πρωί κάναμε αθλητισμό  και αργότερα στίβο μάχης. Το απόγευμα, γραπτά τεστ για να δουν και την κατάσταση του μυαλού που κουβαλάμε. Όπως καταλάβατε, την επόμενη μέρα στα αποτελέσματα, ήταν και το όνομά μου στην λίστα. Καινούργιες εμπειρίες δεν ήθελα;
Πάρτα τώρα.
Έφτασε η μέρα της ορκωμοσίας και της γνωστοποίησης των μεταθέσεων. Βάλαμε τις επίσημες στολές εξόδου και στηθήκαμε στο λιοπύρι. Ήρθαν στρατηγοί, παπάδες και άλλοι επίσημοι για να μας ευλογήσουν. Ώρες στεκόμασταν ακίνητοι μεσημεριάτικα και πολλοί δεν άντεξαν την τελευταία αυτή δοκιμασία ώσπου σωριάστηκαν από την ηλίαση.
Το φύλλο πορείας έγραφε οτι έπρεπε να βρίσκομαι σε 4 μέρες (2 μέρες άδεια και 2 μέρες οδοιπορικά) στο Λουτράκι, στην Σχολή Μηχανικού, για την εκπαίδευση μου σαν Υ.Ε.Α.
Όχι και άσχημα.



                                                                              
                                                                               2                                              
             Οι  λίγες μέρες άδειας που είχα μπροστά μου...
...δεν έφταναν ούτε για τα βασικά πράγματα που ήθελα να κάνω. 
Τα τηλέφωνα πήρανε φωτιά. Συναντήσεις με τους κολλητούς, διασκέδαση σαν να ήταν η τελευταία φορά, κανένα τζαμάρισμα με κιθάρες ή ότι άλλο μουσικό όργανο βρισκόταν, επίσκεψη σε συγγενείς... τέλος.
 Ξαναβρίσκομαι στον δρόμο για την συνέχεια της περιπέτειας με προορισμό το Λουτράκι. 
Ήταν 19 Αυγούστου του ΄88. Μέσα στο λεωφορείο της γραμμής, ήταν και  ένα παλληκάρι από Αμπελόκηπους που ήμασταν μαζί στην Τρίπολη.
- Μη μου πεις... πάλι μαζί;
- «... σε θυμάμαι εσένα. Εεε.. Κώστας. Σωστά;»
- Καλά τα λες..... Γιώργος έτσι; (ευτυχώς το θυμήθηκα).
Το ταξίδι ήταν γρήγορο, καθώς γνωριζόμασταν καλύτερα,  μιλώντας για μουσική και για το τι θα βρούμε εκεί που πάμε. Κάποια ώρα, μεσημεράκι θα ήταν, το λεωφορείο σταμάτησε λίγο πριν το Λουτράκι και ο οδηγός φώναξε... «Σχολή Μηχανικού...».Πήραμε τα πράγματά μας και κατεβήκαμε οι δυο μας μόνο. «Από εκεί θα πάτε» πετάχτηκε ο οδηγός, « από εκείνο το δρόμο απέναντι, θα πάτε όλο ίσα, θα το δείτε.  Καλή τύχη.» Μείναμε για λίγο ακίνητοι μέχρι να φύγει το λεωφορείο από μπροστά μας και λίγο ακόμη για να πάρουμε μια μεγάλη ανάσα και κουράγιο. Κοιταχτήκαμε και με ίδιο βήμα κινήσαμε προς το νέο για μας στρατόπεδο.
Ο δρόμος που οδηγούσε στην πύλη έμοιαζε με τούνελ από τα πολλά δέντρα που είχε δεξιά και αριστερά. Περπατούσαμε σιωπηλοί και κάπως ψαρωμένοι, όταν εμφανίστηκαν οι δυο Αλφαμίτες της πύλης.
- «Τι έχουμε εδώ; Νέοι; Για βγάλτε τα φύλλα πορείας. Από που έρχεστε;»
- εε..εμείς... (ψάχνοντας τα χαρτιά μας)... από Αθήνα.
- «Βρε από που μετατεθήκατε;»
- Από Τρίπολη, από Τρίπολη.
- «Ααα.. Υ.Ε.Α. για περάστε... σας περιμένουνε. Από εκεί αριστερά, το πρώτο κτίριο που θα δείτε».
Το ηθικό μας σαν να έπεσε λίγο ακόμα μετά τα πρώτα... γλυκά λογάκια αλλά συνεχίσαμε σαν να μην έγινε τίποτα. Πίσω μας ο ένας Αλφαμίτης ειδοποιούσε πως δύο νέα ψαράκια πιάστηκαν στην απόχη και να έρθουν να μας μαζέψουν.
Μπαίνοντας στο προαύλιο, μας έκανε εντύπωση η ησυχία που επικρατούσε. Παράξενο για τέτοια ώρα. Το κτίριο του λόχου μας ήταν το πρώτο που έβλεπε κανείς, έτσι ξεκομμένο όπως ήταν από τα υπόλοιπα του στρατοπέδου. Βαδίζαμε προς την πόρτα όταν βγήκε από μέσα ένας παράξενος τύπος, επιβλητικός, αγέλαστος με μαύρα γυαλιά και μουστάκι. Έμεινε σε θέση ανάπαυσης στο πιο ψηλό σκαλοπάτι μπροστά από την πόρτα, ενώ από πίσω του πετάχτηκαν δυο τρεις γελοίοι ουρλιάζοντας « σταματήστε, μην κουνιέστε, μην κοιτάτε τον Αρχηγό, πετάξτε κάτω τα πράγματά σας. ΠΡΟΣΟ-ΧΗΗΗ ». Παγώσαμε. Τρέμανε τα πόδια μας. Λίγο πριν το κατούρημα ήμασταν.
- «Ποιός είσαι εσύ;» ( γκάριξε ένας από αυτούς προς εμένα και σκέφτηκα οτι ήθελε να αναφερθώ κανονικά).
- Στρατιώτης Πεζικού Μπουραζ......;;;
- «Εδώ δεν είσαι στρατιώτης. Από εδώ θα φύγεις Αξιωματικός. Είσαι δηλαδή υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός. Ποιός είσαι λοιπόν;»
- ...Υποψήφιος Έφεδρος Αξιωματικός Μπουραζάνης Κωνσταντίνος;;
- « Εντάξει, εντάξει, ΥΕΑ- Α είναι αρκετό».
Εκεί σαν να χαλάρωσε κάπως και με σχεδόν συμπονετικό ύφος, μας πληροφόρησε οτι ήμασταν οι πρώτοι της σειράς μας που φτάσαμε. Τους υπόλοιπους τους περιμένουν αύριο.
Έτσι μας άφησαν να ξεκουραστούμε και να τακτοποιηθούμε.
Κάπως έτσι πήραμε μια γεύση για το τι θα ακολουθούσε τους 4 επόμενους μήνες στο κατά τα άλλα τουριστικό Λουτράκι. Που, πιστέψτε με, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε ότι περάσαμε τελικά.
                                                                           3
                Τα συναισθήματα ήταν μπερδεμένα.
    Καθόμαστε σε ένα παγκάκι σιωπηλοί. Πρέπει να σκεφτόμασταν τα ίδια πράγματα. Κάποια στιγμή ένας αναστεναγμός. Ανάβουμε τσιγάρο. Το σύννεφο καπνού στέκεται για λίγο πάνω απ’τα κεφάλια μας.
 -«Υπομονή. Δύο μήνες είναι μόνο, που θα έχουμε τους παλιούς στον σβέρκο μας. Μετά θα είμαστε μόνοι μας». Είπε ο Γιώργος προσπαθώντας να βρει τα υπέρ.
- «Σήκω...»
Περπατήσαμε στο δασύλλιο κλωτσώντας τα πεσμένα φύλλα από τις λεύκες, που ήταν αρκετά.
- Κάποιος θα έπρεπε να τα μαζέψει. Σκέφτηκα φωναχτά.
Συνεχίζοντας την εξερεύνηση του χώρου, ανακαλύψαμε τον χώρο του φαγητού (την Λέσχη ΥΕΑ) και το ΚΨΥΕΑ, το δικό μας ΚΨΜ. Φοβερός χώρος, με τζάκι, τηλεόραση, πινγκ πονγκ και καφέ μπαρ.
- «Υπάρχει ελπίδα να επιβιώσουμε!!!....ώρε πούστη μου...». Αναφώνησε ο Γιώργος και την ίδια στιγμή βουβάθηκε. Οι παλιοί ήταν όλοι στο σαλόνι. Γύρισαν και μας κοίταξαν. Δεν είπαν τίποτα. Μόνο ένας από αυτούς μας κάλεσε κοντά. Ήταν ο...πατέρας μου!!!
 ( Το εθιμοτυπικό της Σχολής απαιτούσε, ο κάθε ένας παλιός (πατέρας), να παίρνει υπό την προστασία του έναν νέο (γιος), ώστε να του μάθει ορισμένα βασικά θέματα. Όπως , στρώσιμο κρεβατιού, ένδυση, ιεραρχία κτλ. Ο συγκεκριμένος ήταν από τις Σέρρες, γι’αυτό και με διάλεξε).
- «Σέρρες....έλα εδώ. Από που είσαι ακριβώς, είπαμε;»
- Ο πατέρας μου είναι από τη Κορμίστα Σερρών, κύριε...
- «Πάνος. Πάνος Σ...ίδης.Εγώ είμαι βόρεια, Σιδηρόκαστρο.»
Ήταν ένας ήρεμος τύπος. Δεν έμοιαζε να κουβαλάει την τρέλα των άλλων, την στρατοκαυλίαση.
- «Πως τα βλέπετε τα πράγματα; Δύσκολα;»
- Εεμ.. εντάξει... είναι... κάπως...
- «Απλώς θα κάνετε ότι σας λέμε. Δεν θα πάθετε τίποτα. Σκοπός είναι να γίνετε περισσότερο σκληροί. Αύριο που θα έρθουν και οι υπόλοιποι, εδώ θα γίνει κόλαση. Περάστε καλά απόψε και ξεκουραστείτε. Δεν θα σας πειράξει κανένας.»

Χαλάρωση. Δεν σκέφτομαι το αύριο. Κλείνω τα μάτια και δημιουργώ μελωδίες. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να ηχογραφήσει κανείς αυτές τις μουσικές. Τι κρίμα, μετά από λίγο θα τις ξεχάσω. Φέρνω στο νου μου παλαιότερους χρόνους, που είμαι με το κασετοφωνάκι και προσπαθώ να γράψω σε κασέτα όσα περισσότερα τραγούδια μπορώ από το ραδιόφωνο.
Όλα τα είδη μουσικής περνάνε από αυτές τις ταινίες, μία όμως μου κάνει κλικ. Το ροκ.
Ανάμεσα σε Madonna και Prince βρίσκεις Black Sabbath με το Heaven and Hell, ή το Last in Line του Dio (r.i.p.16/5/2010). Μια εκπομπή που θυμάμαι, μου έκανε εντύπωση λεγόταν ΄΄κρυμμένο μαγνητόφωνο΄΄. Εκεί άκουγε κανείς demos ελληνικών συγκροτημάτων και καμμιά φορά, καλλιτέχνες έρχονταν στο studio παίζοντας ζωντανά τα τραγούδια τους, συνήθως με μια κιθάρα.
 Σκανάριζα την μπάντα των FM με μανία και ότι μου έκανε , κατέβαινα Αθήνα για να το βρώ.
Οι πρώτες μου ροκ κασέτες ήταν το Love at First Sting των Scorpions και το Another Perfect Day των Motorhead. Eνώ μικρότερος, έσερνα την μάνα μου στα δισκάδικα για να μου πάρει Boney M ή τη συλλογή 20 χρυσές επιτυχίες.
      Αυτή η μουσική που ακούγεται τώρα όμως, καμία σχέση δεν έχει με όσα προείπα.
Πήγε έντεκα και βαράει σιωπητήριο. Τα...τατα....τα...ταταααα. Οι εικόνες διαλύονται και τα τραγούδια ηχούν από απόσταση, σαν τον ήχο ενός ανεμόμυλου που γυρίζει. Φαίνεται οτι πάντα θα είμαι ένας τυχοδιώκτης.( I guess I always be a soldier of fortune -Deep Purple).
 Καληνύχτα.

                                                                               4
                                            
  -Σηκωθείτε....Στρώστε τα κρεβάτια, ντυθείτε, πλυθείτε και έξω για αναφορά. Γρήγορα.
     
  Το πρώτο εγερτήριο ήταν γεγονός. Έβλεπες δύο ψάρακες να τρέχουν αλλόφρονες, ενώ γύρω τους οι παλιοί ήταν εκνευριστικά χαλαροί. Παραταχθήκαμε στο προαύλιο μπροστά από τον λόχο, περιμένοντας τον λοχαγό.Έσκασε μύτη κάπου από πίσω μας, πέρασε ανάμεσά μας και με αργό βήμα ανέβηκε τα 3 σκαλοπάτια. Γυρνώντας μας κοίταξε περιεργαστικά. Μετά έστρεψε το βλέμμα στον αρχηγό.
- «Αναφέρω κύριε λοχαγέ, οτι χθες έφτασαν οι πρώτοι της καινούργιας σειράς. ΥΕΑ-Α, ένα βήμα μπροστά.»
Κάναμε ένα βήμα μπροστά. Ο λοχαγός, μας ξανακοίταξε απ’την κορυφή ως τα... άρβυλα.
- «Καλώς τους, κύριοι...»
- ΥΕΑ-Α, Μπουραζάνης Κωνσταντίνος. 156120490, 88Δ ΕΣΣΟ. (φώναξα κάπως δυνατά για να με ακούσει, αφού ήταν κάπως πιο ψηλά, αλλά και για να δείξω... ηθικόν. Αλλά...)
- «Έτσι θα φωνάζεις Άλφα, όταν θα έχεις μπροστά σου την διμοιρία σου; Πιο δυνατά.»
-(Άντε πάλιιι...)ΥΕΑ-Α, Μπουραζάνης Κωνσταντίνος. 156120490, 88Δ ΕΣΣΟ. (ξελαρυγγιάστηκα). Όταν ήρθε η σειρά του Γιώργου, από την τσαντήλα του, φώναξε τόσο δυνατά, που του πεταχθήκανε οι φλέβες στο κεφάλι του.
- «Λοιπόν, (συνέχισε ο λοχαγός, απευθυνόμενος στους Βήτα) κάποια στιγμή εντός της ημέρας θα φτάσουν και οι άλλοι. Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε....Τους ζυγούς,  λύσατεεε....»
  
    Πήγαμε στην Λέσχη ΥΕΑ για πρωινό και προς εκπληξή μας προσέξαμε οτι υπήρχε πολιτικό προσωπικό για το μαγείρεμα, το σερβίρισμα και μετά για το πλύσιμο των πιάτων (σε πλυντήριο!!;;). Ότι φάγαμε και ήπιαμε ήταν καταπληκτικό ή πεινάγαμε πολύ.
    Μετά το πρωινό , οι Βήτα κάπου εξαφανίστηκαν, εκτός από έναν.
- «Άλφααα... στο δασύλλιο, να μαζέψετε τα φύλλα.»
Ο Γιώργος με κοίταξε με δολοφονικό βλέμμα.

  Θα ήμασταν κανα δίωρο και λίγο παραπάνω καθαρίζοντας, ενώ από πάνω μας, έπεφταν άλλα φύλλα, όταν εμφανίστηκαν τρέχοντας οι Βήτα, φωνάζοντας.. «Έρχονται, έρχονται...»
Μπουκάρανε μέσα στο λόχο κάνοντας τέτοιο σαματά, που νόμιζες οτι θα αρχίσουν να εξφεντονίζονται πράγματα από τα παράθυρα, όπως βλέπουμε σε κάτι κόμικς με τον Αστερίξ.
Ένα κεφάλι ξεπρόβαλε από την πόρτα και μας φώναξε... «Άλφα..... μέσα.»
Σαν να μας βάλανε νέφτι στον κώλο δώσαμε μια και βρεθήκαμε και εμείς μέσα.
Κάποιοι βγήκαν και έστρωσαν μια μακρόστενη λινάτσα έξω από τον λόχο και κάποιοι άλλοι μας ανάγκασαν να βάλουμε πάλι τα πράγματά μας στον σάκο και να βγούμε έξω.
Σταθήκαμε μπροστά από την λινάτσα με τον σάκο στα πόδια, ενώ ταυτόχρονα ερχόντουσαν οι καινούργοι, απορημένοι και λίγο τρομαγμένοι. Μπήκαν και αυτοί στην σειρά και έχουμε μια επανάληψη της χθεσινής δικιάς μας αφίξεως, πολλαπλασιασμένης επί τόσες φορές όσοι και οι νέοι παθόντες.
- «Αδειάστε όλοι τους σάκους κάτω» διέταξε ο υπαρχηγός, ενώ οι υπόλοιποι Βήτα σαν κοράκια έπεσαν πάνω στα προσωπικά μας είδη, ψάχνοντας για ανάρμοστα αντικείμενα.
Τρανζιστοράκια, κασετοφωνάκια, περιοδικά και ότι άλλο ακατάλληλο, έμπαινε σε διαδικασία κατάσχεσης και πήγαινε να κλειδωθεί σε ντουλάπι σε κάποιο γραφείο. (φυσικά τα πήραμε πίσω τις επόμενες μέρες.)
- «Μαζέψτε τα όλα και μέσα. Σε 15 λεπτά όλοι έξω για επιθεώρηση από τον λοχαγό μας.»

Έτσι και έγινε. Αφού επικράτησε... ο πανικός για 15 λεπτά. Είμαστε πάλι έξω, σαστισμένοι.
Εγώ αφού είχα πάρει ήδη την κρυάδα από την προηγούμενη, είχα χρόνο να περιεργαστώ τους νέους μου συγκάτοικους. Οι περισσότεροι ήταν μεγαλύτεροι, με αναβολές προφανώς, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να είναι χεζμένοι. Νεκρική σιγή και πάλι περιμένοντας.
Ο λοχαγός ξαναέφτασε, και αφού γίνανε ξανά οι απαραίτητες συστάσεις, μας άφησαν ξανά στην ησυχία μας (μάλλον πρέπει να είμαστε ευγνώμονες γι’αυτό), μέχρι την ώρα του φαγητού, που θα γίνει και η ενημέρωση για το πρόγραμμα της εκπαίδευσής μας.
                                                                                 5                                                                  
     Το πρόγραμμα της εκπαίδευσης έμοιαζε σαν να ήταν ενορχηστρωμένο από τους
                                                                 System of a Down.

Εκεί που είμαστε χαλαροί, ξαφνικά τρέχαμε σαν τρελοί. Με το εγερτήριο έπρεπε σε 5 λεπτά να έχουμε στρώσει το κρεβάτι, να έχουμε ντυθεί, πλυθεί, ξυριστεί, να έχουμε γυαλίσει τις αρβύλες και να είμαστε έξω για την πρωινή αναφορά. Μετά, πρωινό και ύστερα στις αίθουσες διδασκαλίας για μάθημα....!!! Κι όμως, σαν σχολείο. Κάθε ώρα και άλλος εκπαιδευτής με άλλο αντικείμενο. Και στο διάλειμμα, είχε μπουγάτσα ή ΄΄τυβρόπιτα΄΄. Επειδή αυτός που τις έφερνε δεν μπορούσε να πει σωστά το ρο.
Όσο εμείς ήμασταν στις αίθουσες, οι Βήτα βρισκόντουσαν στην πρακτική εκπαίδευση.
Να στήνουν γέφυρες ή ναρκοπέδια, να χειρίζονται τα βαρειά μηχανήματα, ότι θα κάνουμε και εμείς αργότερα δηλαδή, γι’αυτό και δεν μας αποσχολούσαν αυτές τις ώρες.
Στο ΄΄σχόλασμα΄΄ ήταν η ώρα του φαγητού. Αφού ευχαριστηθήκαμε τα τελευταία λεπτά της ηρεμίας μας, σηκωθήκαμε από τα τραπέζια για να πάμε προς τον λόχο. Μας είπαν πως δεν χρειάζεται να πάμε παρατεταγμένοι σε σειρές, αφού ήταν απέναντι. Έλα όμως που με το πρώτο βήμα έξω από την λέσχη, ακούμε έναν Βητά να φωνάζει...
-«Ρε Άλφα....στο προαύλιο δεν περπατάμε....πετάμε χαμηλά».
Τα πόδια φτάσανε στον σβέρκο και το μπιφτέκι που μόλις είχαμε φάει, έκανε να βγεί από κει που μπήκε.
Κάποιοι χαθήκανε σε αγγαρείες, άλλοι σε υπηρεσίες και λίγοι τυχεροί για ξεκούραση.
Ευτυχώς σήμερα ήμουν με τους τελευταίους. Μπήκα στον θάλαμο και έριξα μια ματιά να δω ποιοί άλλοι βρισκόντουσαν εκεί. Να φανταστείς ότι ακόμα δεν είχα μιλήσει με κανέναν άλλον εκτός του Γιώργου.
Έτσι σιγά σιγά γνώρισα τον Στέλιο, τον Γιάννη, τον Νίκο, τον Χρήστο από την Κάντζα......από την....
-« Κάντζα είπες; Κοντά είμαστε, του λέω, εγώ μένω Παλλήνη!»
Αρχικά δεν μου φάνηκε να έχουμε άλλο κοινό με τον Χρήστο, ήταν και λίγο μεγαλύτερος, είχε διαφορετικά μουσικά γούστα, πολιτικός μηχανικός που η στρατιωτική του θητεία ήταν εμπόδιο στην καριέρα του και τέτοια. Μέχρι που μια μέρα, που είχε ζητήσει εκτάκτως άδεια να πάει Αθήνα, γυρνάει με ένα αρμόνιο παραμάσχαλα.
-«Εεε να... παίζω λίγο πιάνο....έχω δώσει κανα δυο ρεσιτάλ....εε εντάξει το έφερα για να μην βαριέμαι τα απογεύματα.... να εξασκούμαι λίγο...».
Μεγάλε τι λες τώρα. Υπάρχει θεός. Τον πήρα και του είπα τον πόνο μου για την μουσική, για το συγκρότημα που με περιμένει, πως τώρα μαθαίνω μπάσο, όλα αυτά που δεν του είχα πει όλο αυτόν τον καιρό. Συμφώνησε να με βοηθήσει και αυτός όπως μπορεί. Ωραία.

Κάποιες καθημερινές παίρναμε έξοδο για το Λουτράκι, και κάποια Σαββατοκύριακα, 24ωρες άδειες για Αθήνα. Με την πρώτη 24ωρη μπήκαμε 4 άτομα σε ένα ταξί και βουρ για σπίτι.
Τότε είχα μόνο μια κλασική κιθάρα και μάλιστα το παιδικό μέγεθος, που πάνω της πάλευα να μάθω μπάσο.
Την είχε φέρει ένας θείος μου στο άσχετο και την δέχτηκα ευχαρίστως.
Και τι δεν της έκανα της κακομοίρας. Είχα φτάσει στο σημείο να  βιδώσω πάνω της μεγαφωνάκι ανάποδα, ώστε να λειτουργεί σαν μικρόφωνο, για να μπορώ να ηχογραφώ στο κασετόφωνο.....!!!!...όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Την βούτηξα λοιπόν και την πήρα μαζί μου στο Λουτράκι.
Καλά δεν έκανα;
Έτσι σχεδόν κάθε απόγευμα, μας έβρισκε με τον Χρήστο στο Κ.Ψ.Υ.Ε.Α. να παίζουμε μουσική.Είχε το χάρισμα να σου βρίσκει τα ακόρντα των τραγουδιών, απλά, με το να τα σιγοτραγουδάει. Παίζαμε το Βραχυκύκλωμα του Β.Γερμανού, την Φανή του Καζούλη, το Φιλαράκι της Βόσσου, και άλλα πολλά. Κάθε φορά δίναμε υπόσχεση να βρεθούμε σε καμιά άδεια και να προβάρουμε στο σπίτι.


 6


                                                                              

                                                                                 
      Δύο χρόνια πριν , κάτι ανάλογο συνέβαινε και σε ένα σχολείο στο Χαλάνδρι.

Δευτέρα λυκείου, και άλλαζα σχολείο. Την περσινή χρονιά την είχα κάνει στον Χολαργό, αλλά λόγω του ότι, δεν είχε την ειδικότητα που ήθελα, έφυγα. Βλέπεις ο εκεί κολλητός μου, ο Γιώργος Παπαδόπουλος (αναφέρω το όνομα γιατί έτσι και αλλιώς είναι πολύ κοινότυπο), με έπεισε να φύγουμε μαζί,  για να γίνουμε ηλεκτρονικοί. Τι έκπληξη όμως, αυτός δεν φάνηκε πουθενά..!!, με την δικαιολογία πως δεν τον άφησαν οι δικοί του.
Έτσι κατέληξα μόνος σε νέο περιβάλλον. Σκάω μύτη με τα μακριά μου μαλλιά, τα τζην και μια μπλούζα ‘Motley Crue’. Δύο ή τρία άτομα με πλησίασαν στην αρχή, ανάμεσά τους ο Χρήστος Σ., ο Θανάσης Ρ., ο Γιώργος Χ., αλλά αργότερα όλο το τμήμα γίναμε η καλύτερη παρέα. Όλοι τότε, ακόμα και τώρα αν με δουν στο δρόμο,  με φωνάζουν.... Motley.
 Μπορώ να πω, πως εκεί ήταν που κόλλησα το μικρόβιο της μουσικής για τα καλά.
Ήταν, όταν ο Χρήστος έφερε την κιθάρα του στο σχολείο και μας έπαιζε τραγούδια δικά του και όχι μόνο.  Αυτό ήταν, κολλήσαμε αμέσως. Κάθε μέρα σχεδόν στο σπίτι του να μου μαθαίνει κιθάρα. Ο Θανάσης ήταν στην φιλαρμονική του Λαύριου και ήξερε τρομπέτα, ντράμς και μάθαινε και αυτός..... κιθάρα. Ώσπου μια μέρα που σχεδιάζαμε τι θα κάνουμε με τους Ανώνυμους, προέκυψε η απορία.
-‘...και ποιος θα παίζει μπάσο;...κάποιος πρέπει να παίζει μπάσο’. Συνειδητοποίησε ο Χρήστος κοιτώντας προς εμένα και χτυπώντας μου την πλάτη ενθαρρυντικά.....
-‘...κάποιος πρέπει να μάθει μπάσο’.

Στην αρχή νόμιζα ότι με είχαν ΄ρίξει στην μοιρασιά΄, αλλά όταν άρχισα να προσέχω το μπάσο στα τραγούδια, το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον όργανο.
Τότε ακούγαμε, εκτός από το κλασικό ροκ και heavy metal, αρκετά ελληνικά συγκροτήματα, όπως τους αγαπημένους Τερμίτες2002 GR, Β. ΠαπακωνσταντίνουΛάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, και όλα αυτά της γενιάς μας.
Λίγες ήταν και οι εκπομπές στην τηλεόραση που μπορούσαμε να δούμε κάτι περί μουσικής.
Μερικά βίντεο κλιπ και στην καλύτερη θα έβαζε μαγνητοσκοπημένη μετάδοση από το φεστιβάλ της Αγίας Παρασκευής, όπου πρώτη φορά είδα Τερμίτες και πορώθηκα.
Κάθε χρόνο πηγαίναμε σε αυτό το φεστιβάλ και χαζεύαμε. Βλέπαμε τα πάντα, οποιονδήποτε, δεν είχε σημασία, αρκεί να δούμε συγκροτήματα, φώτα, μηχανήματα.
Από τότε μου καρφώθηκε κάποια φορά να μπορέσω να παίξω και εγώ εκεί.

...οι σκέψεις μου αυτές διακόπηκαν από τα βήματα που έρχονταν προς το μέρος μου.
Είμαι σκοπός 2-4 βράδυ, στη σκοπιά ΄ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ΄, η οποία βρίσκεται σε παράξενο σημείο. Ο αέρας εδώ σε βαράει αλύπητα από όλες τις μεριές, ενώ το σκοτάδι σε πνίγει και δεν μπορείς να δεις πέρα από το ένα μέτρο. Πίσω μου γκρεμός, με την θάλασσα να ακούγεται μανιασμένη, ενώ κάτω από τα πόδια  μου, η αποθήκη των εκρηκτικών, θαμμένη μες’το χώμα, ελπίζοντας να μην γίνει κάποιο τρομακτικό λάθος. 
‘Περίπολος ή έφοδος;’ αναρωτήθηκα και φώναξα... ‘Αλτ, τις εί;’
-‘ Περίπολος’, μου απάντησαν και μόλις που διέκρινα τις σιλουέτες τους πια. Ακολούθησε η διαδικασία με τα συνθηματικά και έφυγαν στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ότι ήρθαν, για να συνεχίσουν την περιπολία τους .
Χώθηκα πάλι μέσα στη σκοπιά, για να γλυτώσω από τον άνεμο. Σε μισή ώρα θα με αντικαταστήσουν και θα πάω στο κρεβάτι μου να ζεσταθώ.
Είναι Οκτώβριος, σε λίγες μέρες ορκίζονται και φεύγουν οι Βητάδες, κι έτσι  θα χαλαρώσουμε λίγο.
 Και άλλα καλά νέα ήρθαν πως, μειώνεται η θητεία για εμάς από 28 μήνες σε 24 !!! πάρτυ έγινε.


                                                                               7                                                 

                    Η μεγάλη μέρα έφτασε για τους Βήτα ...
...και είναι όλα έτοιμα για την ορκωμοσία, την παραλαβή των διπλωμάτων σαν Δόκιμοι Ανθυπολοχαγοί και τις ανακοινώσεις  των μεταθέσεών τους.
 Σε μια μικρή τελετή ανακύρηξαν και εμάς Βητάδες στην θέση τους. Σύμφωνα με το έθιμο,
έκοβαν το μονό κορδονάκι που είχαμε στην επωμίδα και μας έδιναν το διπλό. Κόκκινο για τους πεζικάριους, όπως εγώ, και μπορντώ για του μηχανικού.
Είχαν φορέσει τις επίσημες στολές, με το ένα αστέρι και τα πηλίκια με το εθνόσημο. Τους κοιτάζαμε και συνειδητοποιούσαμε ότι άξιζε το κόπο η εκπαίδευση αυτή και πως ανεβαίνουμε επίπεδο από φαντάροι σε αξιωματικοί.
Όλοι ήταν χαλαροί, ακόμα και ο δύστροπος αρχηγός μας, που για πρώτη φορά μετά από τους δύο αυτούς μήνες μας χαμογέλαγε και μας μιλούσε φυσιολογικά.
Το στρατόπεδο ολόκληρο είχε παραταχθεί στο προαύλιο, που ήταν σημαιοστολισμένο και πολλοί επισκέπτες είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν την τελετή.
Ο λοχαγός μας, φώναζε τα ονόματα και ένας ένας, με βήμα, έφτανε στους επισήμους για να παραλάβει το δίπλωμα του από τον Στρατηγό. Ύστερα πήγαιναν προς τις αίθουσες όπου μάθαιναν τον τόπο μετάθεσής τους, και κατόπιν τον δρόμο προς την πύλη και τα σπίτια τους με 4 μέρες άδεια.

Ξαφνικά είχαμε μείνει μόνοι. Αυτό που περιμέναμε. Και θα είμαστε μόνοι για μια εβδομάδα περίπου, μέχρι να έρθουν οι καινούριοι Άλφα. Υποσχεθήκαμε μεταξύ μας, να μην κάνουμε τα ίδια στους νέους. Δεν μπορώ να πω, οτι το τηρήσαμε πιστά αυτό.
Εν τω μεταξύ, θα έβγαινε η ιεραρχία μας, βάσει της επίδοσης στα μαθήματα, Αρχηγός, Υπαρχηγός, λοχίες κλπ.
Εκείνη την εβδομάδα, του διαβόλου όπως την αποκαλέσαμε, γιατί κάναμε όλες τις υπηρεσίες εμείς, έφαγε το κόλλημα ο λοχαγός μας, να βάψουμε τον λόχο μέσα έξω. Μην έβλεπε κανέναν από εμάς να περιφέρεται, θα του έλεγε...
-‘ Που πας ΥΕΑ; Να πας να πάρεις ένα... ( και τονίζοντας το ΄΄πι΄΄)...πινέλο, να βάψεις το συντριβάνι’.
Σκαλωσιές γύρω απ’το κτήριο και εμείς κρεμασμένοι να ξύνουμε και να τρίβουμε τις παλιές μπογιές, ενώ οι φαντάροι από μακριά να μας δείχνουν γελώντας.
Τέλος πάντων κάποτε το τελειώσαμε και έγινε καλό.

Τα πρωινά στην εκπαίδευση είχαμε βγεί από τις αίθουσες σε πιο πρακτικές ασχολίες.
Στήναμε πεζογέφυρες στην τεχνητή λίμνη ή βλέπαμε πως φτιάχνεται μια γέφυρα RIBBON,  την οποία κουβάλαγαν ειδικά φορτηγά σε κομμάτια και μόλις τα άφηναν στο νερό, αυτά άνοιγαν αυτόματα, ξεδιπλωνόντουσαν όπως ανοίγει ένα βιβλίο, έμενε μόνο να τα συνδέσεις μεταξύ τους.
Άλλη φορά στο ΄΄ναρκοπέδιο΄΄, να ψάχνουμε για θαμμένες νάρκες ή να στρώνουμε καινούργιο και πως να αφοπλίζουμε νάρκες και χειροβομβίδες.
Ενδιαφέρων είχαν και τα εκρηκτικά, ΤΝΤ κα, με τα φυτίλια τους και τους πυροκροτητές.

Εκείνες τις μέρες ήταν που μας σήκωσαν άρων άρων 3 το πρωί, λόγω μιας φωτιάς που έπιασε σε κοντινό βουνό και πήγαμε για πυρασφάλεια. Πήραμε κράνη, πετσέτες και κουβέρτες και ανεβήκαμε στα STAYER σε χρόνο ρεκόρ. Σε λίγη ώρα ήμασταν εκεί.
 Όχι οτι προσφέραμε και τίποτα, μας βάλανε σε ένα ασφαλές μέρος, πάνω σε ένα βουνό χαλίκια σε ένα νταμάρι και απλά κοιτάζαμε από μακριά τις φλόγες. Μερικοί κοιμηθήκαμε εκεί πάνω. Με το πρώτο φως, μας δώσανε τσάι και πρωινό και γυρίσαμε πίσω.
Τι άλλο θα γίνει άραγε μέχρι να φύγουμε από δω. Μεθαύριο έρχονται οι καινούργιοι. Αγωνία και ανυπομονησία έχουμε όλοι και κάποιοι περισσότερο.


                                                                              8                            
               Έχουμε μάθημα για τα βαρέα μηχανήματα. 

Αυτά δηλαδή που ανοίγουν δρόμους ή σκάβουν ορύγματα. Δεν έχουν περάσει καλά καλά οι δύο πρώτες ώρες, όταν έπεσε ΄σύρμα΄, ότι έφτασαν οι νέοι.  Αναμπουμπούλα επικράτησε για μια στιγμή και σε λίγο ο εκπαιδευτής μας, ξέροντας ότι εμείς θα θέλαμε να βρισκόμαστε εκεί, μας άφησε να φύγουμε.
Σφαίρα όλοι, κατευθυνόμαστε προς τον λόχο μας, αλλά πριν εμφανιστούμε στο προαύλιο, πίσω από τα κτήρια, παραταχθήκαμε κανονικά και ένας από εμάς βαθμοφόρος, ανέλαβε τα παραγγέλματα. Με βήμα σταθερό και βροντερό, κινήσαμε προς τον... στόχο.
-‘ ΕΝΑ, ΔΥΟ, ΕΝ  ΔΥΟ, ΕΝ ΔΥΟ, ΕΝΑ....’ φώναζε ο λοχίας και εμείς βαράγαμε το αριστερό πόδι κάτω τόσο δυνατά και συγχρονισμένα όσο ποτέ.
-‘ ΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ;’  ξαναφώναξε δυνατά για να απαντήσουμε εμείς.... ‘ΥΕΑΑΑ...’
Όλο το στρατόπεδο είχε βγεί να δεί τι γίνεται, ενώ οι νέοι να μας κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό.
Τους είχαν παρατάξει έξω από τον λόχο και μας περίμεναν. 
Πάμε για εντυπωσιακό φινάλε, σκοπεύοντας να ΄΄παρκάρουμε΄΄ δίπλα τους.
-‘ ΥΕΑΑΑ...’  μας προετοιμάζει ο λοχίας. ‘ ΑΑΛΤ’....
..Και τα δύο πόδια τώρα χτυπάνε την άσφαλτο σαν βαριοπούλες.
-‘ ΕΝ ΔΥΟ.’ ( ΚΡΑΠ  ΚΡΑΠ).
Νεκρική σιγή για λίγα δευτερόλεπτα. Σε στάση προσοχής και βλέμμα ευθεία μπροστά, ακίνητοι, περιμένουμε την τελευταία εντολή.
Εν τω μεταξύ, έχει φτάσει και ο λοχαγός μας  για το καλοσώρισμα.
-‘ Τους βλέπετε;’ απευθυνόμενος στα καινούργια πρόσωπα, ‘Έτσι θα γίνετε και εσείς σε λίγο καιρό. Άψογοι. Οι Βήτα θα σας τακτοποιήσουν τώρα και εμείς θα τα ξαναπούμε τώρα στην απογευματινή αναφορά’.
Αυτά είπε και έφυγε προς το Διοικητήριο και επιτέλους ο λοχίας δίνει το τελευταίο πρόσταγμα.
-‘ ΥΕΑ ΒΗΤΑ..... ΤΟΥΣ ΖΥΓΟΥΣ ΛΥΣΑΤΕ..... ΜΑΡΣ’
Χτυπώντας το δεξί πόδι για άλλη μια φόρα κάτω όλοι μαζί και φωνάζοντας... ‘ΥΕΑ’, χαλαρώνουμε και πάμε να γνωρίσουμε τους νέους.

Η λίστα με τα ονόματα, είχε φτάσει λίγες μέρες πριν, οπότε είχε διαλέξει ο καθένας μας τον ...γιό του. Εγώ τον διάλεξα με βάση την καταγωγή του ( ήταν ο μόνος Σερραίος και επίσης πεζικάριος σαν και εμένα). Χώθηκα ανάμεσά τους και φώναξα το επίθετο του. Ένα χέρι ξεπρόβαλε στο πλήθος και ήρθε κοντά μου. Ήταν μικροκαμωμένος με μια κλασική... ...χωριάτικη φάτσα.
-‘ Στρατιώτης πεζικού Γκ...... Παναγιώτης. Με φωνάξατε κύριε...εεε...’ ανταποκρίθηκε σαστισμένα. Είχε και αυτή τη βαριά Μακεδονίτικη προφορά.
Τον τράβηξα από τον χαμό και του μίλησα ήρεμα.
-‘ Πρώτον. Δεν είσαι πια στρατιώτης και δεύτερον, για ότι θέλεις, θα έρχεσαι σε μένα. Εγώ είμαι υπεύθυνος για σένα και οτι μαλακία κάνεις, θα την πληρώσω εγώ. Εγώ είμαι ο πατέρας σου εδώ το κατάλαβες; Απλά κάνε οτι σου λένε για δύο μήνες και θα περάσεις καλά. Δεν είναι τόσο τρομακτικά όσο φαίνεται. Τώρα πάρε τα πράγματά σου και πάμε μέσα’.
Τον οδήγησα στον θάλαμο και του έδειξα το κρεβάτι. Όπως συνηθίζεται ο νέος κοιμάται στο επάνω και ο παλιός στο κάτω.
-‘ Είσαι από τις Σέρρες έμαθα ε;’ Ρώτησα. ‘Από που ακριβώς;’
-‘ Από την Πρώτη Σερρών’, απάντησε.
-‘ Ωραία. Και εγώ κατάγομαι από την Κορμίστα. Ξέρεις....’
-‘ Ναί βέβαια. Διπλανό χωριό είναι. Σοβαρά;’
Πήγαμε στο ΚΨΥΕΑ και τον κέρασα εναν καφέ για να του εξηγήσω τι θα γίνει στην συνέχεια.
Νομίζω χειρίστηκα το θέμα αρκετά καλά, αντίθετα από κάτι άλλους συναδέλφους που επιμένουν στις παλαιομοδίτικες συμπεριφορές, με τα καψόνια και τα συναφή.
Ευτυχώς όμως είναι λίγοι αυτοί οι ανεγκέφαλοι και τους σταμπάραμε. Καθίκια.


                                                                             
                                                                   9                          



         Παίρνοντας επ’ ώμου τις σκοπιές και τις αγγαρείες οι νέοι...

...έμεινε περισσότερος χρόνος ξεκούρασης και περισυλλογής για εμάς όπως και άγχος (πάλι),
για την μετάθεσή μας.    Που θα βρεθούμε άραγε;  
 Έτσι προσπάθουσαμε να μην το σκεφτόμαστε αυτό προς το παρόν και κοιτάζαμε να περάσουμε όσο γίνεται πιο ωραία τις τελευταίες μέρες στο Λουτράκι. Πλέον δεν πηγαίναμε Αθήνα κάθε λίγο και λιγάκι, μέναμε εκεί στις εξόδους και όταν μέναμε ΄΄μέσα΄΄ βολτάραμε εντός του στρατοπέδου μέχρι την σκοπιά της ανατολικής εισόδου του ισθμού, όπου χαζεύαμε τα κάθε λογής πλεούμενα που τύχαιναν να περάσουν την διώρυγα.
Η διαδικασία ήταν αρκετά γραφική και ξεκινούσε με τον χαρακτηριστικό ήχο που έκανε η γέφυρα που ένωνε τους παραλιακούς δρόμους της Κορίνθου και του Λουτρακίου, καθώς κατέβαινε, βυθιζόμενη στο νερό. Κλακ,.....κλακ,.........κλακ,.....με φυσικό εφέ έκο, λόγω της τοποθεσίας, σε ένα ήσυχο σχετικά σκηνικό, περιμέναμε να δούμε τι θα περάσει.
Τις περισσότερες φορές ήταν μικρά βαρκάκια ψαράδων ή μικρά ιστιοφόρα, στην καλύτερη θα πέρναγε το τουριστικό καραβάκι του ισθμού και αν ήσουν πολύ τυχερός θα έβλεπες μεγάλα φορτηγά πλοία και σπάνια κρουαζιερόπλοια να διαπλέουν με την βοήθεια μικρών ρυμουλκών. Έπειτα η γέφυρα αναδυόταν και πάλι, σαν αυλαία που κλείνει μετά από κάθε πράξη, για να επαναφέρει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων στον δρόμο.


Η εκπαίδευση συνεχίζεται κανονικά, με λίγο πιο ΄΄ψαγμένη΄΄ ύλη, τακτικές πολέμου,
κατασκευή γέφυρας, ναρκοπόλεμος και άλλα ενδιαφέροντα για να περνάει ο καιρός.


Μέσα Δεκέμβρη θα ήτανε που επιτέλους ξεκινάνε οι προετοιμασίες της ορκωμοσίας μας.
Ήρθανε ράφτες να μας πάρουν μέτρα για την επίσημη στολή μας, πρόβες παρέλασης και γενικώς πρόβα σε όλα, γιατί πάνω από όλα θα πρέπει να είμαστε άψογοι.

Και ήρθε αυτή η μέρα, αν θυμάμαι καλά Παρασκευή ήταν και γέμισε το στρατόπεδο κόσμο, συγγενείς, φίλοι, γυναίκες, σημαίες, στρατηγοί, της πουτάνας έγινε.
Στηθήκαμε με τις στολές μας καμαρωτοί στο προαύλιο, ακούγοντας τις ομιλίες του λοχαγού μας, του συνταγματάρχη μας, του στρατηγού μας και πάει λέγοντας, ώσπου κάποια στιγμή ξεκίνησαν να φωνάζουν τα ονόματά μας. Ένας ένας, με προκαθορισμένη πορεία, παρέλαυνε και  λάμβανε τα συγχαρίκια και το δίπλωμα από τον στρατηγό και κατόπιν όδευε προς την αίθουσα ώστε να λάβει και τις πληροφορίες της μετάθεσής του, βεβαίως βεβαίως. Εκεί ήταν που άκουσα αυτό το...508ΜΚΤΠ.....τι είναι αυτό ρε παιδιά; Έβρος; Ωχ.!
Δεν πρόλαβα να βγω και να ενημερώσω τους συναδέλφους για αυτό και με ξαναφωνάζουν μέσα.
-΄΄ Ξέρετε έγινε ένα λάθος, μάλλον λόγω συνωνυμίας, εσείς πάτε τελικά Λήμνο, 224ΤΠ΄΄.
Απορημένος ξανά έξω, αντικρίζοντας τα καχύποπτα βλέμματα των άλλων.
-΄΄ Τιιι έγινε;΄΄
-  Λήμνο. Απαντώ χαμηλά.
-΄΄ ΤΙ;΄΄
-  Πάω Λήμνο τελικά.
Θεωρήθηκα βυζματίας γιατί αντί για Έβρο να πας Λήμνο, ήταν κάτι. Ποτέ δεν μπόρεσα να  εξηγήσω πως έγινε αυτό.
Αφού βρήκα τους δικούς μου, που ήρθαν να με πάρουνε, φύγαμε για Αθήνα όπου θα έκανα εκεί τις γιορτές και έπρεπε να παρουσιαστώ με την νέα χρονιά στο νέο τόπο για νέες περιπέτειες.
Ήταν 22 Δεκέμβρη του ΄88.
                 
                                           

                                                                   10               



    Γιορτές στο σπίτι. Τι καλά!  Δέκα μέρες επιστροφής στην πραγματικότητα.
Φτάνοντας σπίτι, εγώ ακόμα με την στολή, βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες με τα αδέλφια μου και όλους τους παρευρισκόμενους και μια μόνος μου μπροστά στην κουρτίνα του σαλονιού. Ακόμα διακοσμεί το σαλόνι μας αυτή, με μένα να καμαρώνω γεμάτος υπερηφάνεια.
Λοιπόν, πρέπει να οργανωθούμε. Άμεση συνάντηση με την παρέα για ενημέρωση και συλλογή πληροφοριών για τον προορισμό μου.
 Τι ξέρεις, τι άκουσες, ποιόν έχεις να ρωτήσουμε, βοήθεια.
Παράλληλα προετοιμασία, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα επιστρέψω. Ρούχα, κασσέτες, βιβλία, όλα ετοιμάστηκαν σε βαλίτσα. Λίγο κιθάρα να γουστάρουμε και πολλές συναντήσεις με συγγενείς.
 Χτυπάει τηλέφωνο. Είναι ο κολλητός Χρήστος.
        -΄΄ Καλά νέα. Έχουμε άτομο επιτόπου΄΄.
        -  Έλα ρε! Τι λες τώρα; Ποιόν;
        - ΄΄Τον Άρη τον Τζανάκη (επίσης συμμαθητή μας), εκεί υπηρετεί και αυτός τώρα,
        το βραδάκι πέρνα να τα πούμε και να τα πιούμε, θα έχω τηλέφωνό του΄΄.

Έτσι και έγινε. Αργά το απόγευμα ξεκίνησα για Ψυχικό στο σπίτι του Χρήστου σε μια διαδρομή ρουτίνας, αφού την είχα κάνει τόσες φορές. Πήγαινα μέχρι Χολαργό με το λεωφορείο και μετά πόδια σχεδόν μέχρι την Κηφισίας.
Το πικάπ ήδη παίζει τη μουσική που γουστάρουμε. Bad Company, Pink Floyd, Dire Straits, Deep Purple, Black Sabbath. Μπύρες, βότκα και ουίσκυ ήταν τα ποτά μας και πολύ τσιγάρο.
Χτυπάει τηλέφωνο. Είναι ο Άρης.
-΄΄Ναί, ναί, εδώ είναι, πάρ’τον΄΄.
-   Άρηηηη! Που είσαι γαμώ την πουτάνα μου;
- ΄΄Εδώ, με άδεια, αλλά πάω μέσα μεθαύριο. Εσύ πότε έρχεσαι;’’
-   Στης 5 Ιανουαρίου πρέπει να παρουσιαστώ στον Διοικητή, στης 4 φτάνω με το αεροπλάνο.  
-΄΄Ωραία! Το βράδυ, πριν μπείς μέσα, έλα κάτω στο λιμανάκι. Έχει δυο ταβέρνες που                             συχνάζουμε οι εξοδούχοι.       Θα είμαι στην μεγάλη’’.
-  Οκ. Γενικά τι παίζει; Τρέξιμο;
-΄΄Καλά είναι, χαλαρά, μην ακούς τι λένε . Και  τέλος πάντων, δόκιμος είσαι, το κέρατό μου, καλύτερα από μας θα περάσεις’’.
-  Λες εε; Μακάρι. Απλά αγχώνομαι. Καλώς τότε θα τα πούμε εκεί την άλλη Τετάρτη.   
- ΄΄Βεβαίως, σε περιμένω. Γειά΄΄.
-   Γειά.
Και τώρα, πάμε να γίνουμε λιώμα. (Ακολουθούν σκηνές που δεν περιγράφονται)!

Και γιατί κάθε φορά που αλλάζουμε τόπο, πρέπει να είναι τόσο δύσκολο; Επειδή αφήνουμε πίσω αγαπημένα πρόσωπα, φίλους και καταστάσεις; Κι όμως ναι, έτσι είναι, ειδικά όταν πας
στο άγνωστο, για άγνωστο πόσο.
Η πρώτη μου μεγάλη αλλαγή, είχε γίνει τότε που μετακομίζαμε από τον Κολωνό στην Παλλήνη. Πήγαινα τότε πρώτη γυμνασίου. Άφηνα πίσω το σπίτι που μεγάλωσα, τον Μιχάλη, τον Δημήτρη, τον Κώστα από φίλους, την γιαπωνέζα μου! Αχ η γιαπωνέζα μου, η γλυκιά μου
Μαριλένα. Ο πρώτος ανείπωτος έρωτας. Στο δημοτικό ακόμα, από την πέμπτη τάξη την είχα ερωτευτεί. Δεν τολμούσα να της μιλήσω, μόνο με τα μάτια, και αυτή, ίσως το καταλάβαινε.
Έκανα βόλτες τα απογεύματα στην γειτονιά της μήπως και την δω. Κάποια μέρα βρήκα στο δρόμο μια αλυσίδα, απ’αυτές που μπορείς να γράψεις το ονομά σου πάνω και την χάραξα με μια πρόκα ΄΄Μαριλένα΄΄, την έβαλα σε ένα κουτάκι με ένα σημείωμα και το εμπιστεύθηκα σε έναν συμμαθητή της. ΄΄θα το δώσεις στα χέρια της, του είπα αυστηρά,από μένα’’.
Το ΄΄ραβασάκι΄΄ έλεγε..΄΄ Θέλω να σου πω πως φεύγω, μετακομίζουμε σε μια περιοχή που λέγεται Παλλήνη, είναι ωραία, εξοχικά, έχω ξαδέλφια εκεί. Δεν λεω ψέμματα...και στενοχωριέμαι...αντίο΄΄.
Δεν ξέρω αν το έλαβε, αλλά μια από τις επόμενες μέρες ήταν σχεδόν σκαρφαλωμένη στα κάγκελα του σχολείου την ώρα που περνούσα και με κοίταξε, όπως δεν με είχε κοιτάξει ποτέ.
Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
Βλάκα.
                                                                      11


             
          Καθοδόν  προς το αεροδρόμιο και ο χειμώνας έχει μπει για τα καλά.

 Φτάνοντας, αντικρύζω το C130 της πολεμικής αεροπορίας, με το οποίο θα ταξίδευα.. ωχ!
Επιβιβάστηκα. Δεν θα το έλεγες και γεμάτο, ενώ το ταξίδι έμοιαζε ατελείωτο, με αυτό το ιπτάμενο τέρας. Επιτέλους οι ρόδες πατάνε στη γη. Το νησί με υποδέχθηκε με βροχή. 
Παρέλαβα τις αποσκευές μου και βγήκα έξω.. ένα μοναδικό ταξί έμεινε σαν να με περίμενε. Μπήκα…
      -  ΄ Καλώς ήρθες΄. Έκανε ο ταρίφας.
-         Καλώς σας βρήκα!
-         ΄ Νέος εδώ εε;΄ (συνέχισε), ΄ φανταράκι΄ ;
-         Δόκιμος.
-         ΄ Ααα μπράβο! Μαύρος;΄ (μαυροσκούφης)
-         Πεζικό.
-         ΄ Άρα πάμε Μούνδρο.΄
-         Ναι.
-         ΄ Ξέρεις και ποιός άλλος έφτασε εδώ σήμερα ε; Ο  Στέλιος Ρόκκος. Βέβαια! 
Κατάγεται από ένα χωριό εδώ κοντά και έρχεται μια φορά το χρόνο, για να παίξει εδώ.
 Τον ξέρεις τον Ρόκκο, δεν τον ξέρεις;΄
-         Ε, ναι βέβαια, τι λες τώρα. (έδειξα ενθουσιασμένος. Τι να έκανα, ο τύπος δεν έβαζε γλώσσα μέσα και μόνο που δεν τον είχε εικόνισμα τον Ρόκκο στο ταξί.) 
-    Έχει κανένα ξενοδοχείο εκεί που πάμε;
-         ΄ Ναι, έχει ένα και μοναδικό και φτάνουμε όπου να’ ναι΄.

Η βροχή έδινε την θέση της σε ένα ευχάριστο ψιχάλισμα καθώς ο ταρίφας με άφηνε έξω από το Filoxenia. Ένα δυόροφο κτίσμα κοντά στο στρατόπεδο. Ένα συμπαθητικό ζευγάρι, δεν το έλεγες και ηλικιωμένο, έτρεξε να με καλωσορίσει. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις με οδήγησαν στο δωμάτιό μου. Μεγάλο θα έλεγα για ένα άτομο, με τα άκρως απαραίτητα και δύο μονά κρεβάτια. Έπεσα στο ένα όπως ήμουν να πάρω μια ανάσα. Βυθίστηκα στο στρώμα ανάσκελα και έκλεισα τα μάτια για λίγο.


Είναι στιγμές που, ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις. Είναι σαν να θέλουν οι σκέψεις να πλημμυρίσουν το κεφάλι και όταν γίνεται αυτό, στριφογυρνάνε σαν σε πλυντήριο, μην αφήνοντάς σε να ησυχάσεις. Τι κάνω εγώ εδώ; Θέλω να πάω πάλι σχολείο. Πρέπει να βρω μία δουλειά. Όχι δεν θέλω να πάω σχολείο. Κορίτσια που γίνονται γυναίκες. Μην αργήσεις το βράδυ. Μου λείπεις. Βοήθεια μεγαλώνω.


Ξανά όρθιος. Αλλάζω. Ντύνομαι ζεστά. Βγαίνω μια βόλτα όσο ακόμα είναι μέρα. Κατηφορίζω προς το λιμανάκι όπου θα βρεθώ το βράδυ με τον Άρη. Χρειάζομαι έναν καφέ και τσιγάρο. Προσπερνάω στα αριστερά μου την Λέσχη Αξιωματικών, δεν είναι κανείς.  Λίγο πιο κάτω, οι δύο ταβέρνες. 
Ο εξωτερικός χώρος θυμίζει εγκατάλειψη, λόγω καιρού. Κάθομαι μέσα και παραγγέλνω φραπέ. Κανα δυό ηλικιωμένοι που βρίσκονται εκεί και ο ταβερνιάρης με κοιτάζουν περίεργα, αλλά δεν ρωτάνε. Είναι ήσυχα, μα μέχρι να βγουν οι εξοδούχοι. Θα πιω τον καφέ μου και θα πάω πάλι ξενοδοχείο να τακτοποιήσω τα πράγματά μου και να ετοιμαστώ για αύριο. 
Θα επιστρέψω πάλι αργότερα.


                                                                  12                     

                 



                     Η ταβέρνα είχε μεταμορφωθεί μέσα σε λίγες ώρες.

     Ήταν γεμάτη και με δυσκολία έβρισκες να κάτσεις κάπου.Μια γνωστή φάτσα ξεπρόβαλε 
και κουνώντας το χέρι φώναξε…
    -΄΄Κώστα, Κώστα, εδώ.΄΄
Ήταν φυσικά ο Άρης. Πλησίασα το τραπέζι του και με σύστησε στην παρέα του. 
Ο Άρης ήταν ένας τύπος στα κυβικά μου, με κάπως μικρά μάτια, που όταν γέλαγε, σχεδόν έκλειναν.
Αγκαλιαστήκαμε και χαρήκαμε που ξαναβρεθήκαμε μετά τόσο καιρό, έστω υπό αυτές τις συνθήκες.

Και τι δεν θυμηθήκαμε από τα μαθητικά μας χρόνια στο λύκειο. Τις κοπάνες στην ώρα των Ηλεκτρονικών; που παίζαμε μπάλα στο προαύλιο και ο καθηγητής να μας φωνάζει από το μπαλκόνι…΄΄Ελάτε πάνω……΄΄ και μέχρι να ανέβουμε, έχει γεμίσει τον πίνακα με τύπους και σχέδια και ενώ εμείς  προσπαθούμε να τα αντιγράψουμε, κάνει μία έτσι και τα σβήνει μονομιάς, λέγοντας…΄΄ε, αυτά δεν σας ενδιαφέρουν…΄΄; Την πενταήμερη στην Ρόδο; Που είχαμε ξεσαλώσει τελείως; Τον συμμαθητή μας Ροφό, όπως τον φωνάζαμε, με το κασετόφωνο στον ώμο, σαν κάτι ράπερ, να παίζει συνέχεια Bon Jovi την ίδια κασέτα (το Slippery when wet); Τον άλλον, τον Φύρερ, με το ίδιο μπουφάν χειμώνα καλοκαίρι, που έβγαζε τηγανητές πατάτες από την τσέπη; Τον ψηλό Περικλή που ερχόταν σχολείο με τον μπόμπο, το μηχανάκι του και ήταν σαν ακρίδα που καβάλησε σαλίγκαρο; Το ότι δεν είχαμε ούτε ένα κορίτσι στο τμήμα και χαζεύαμε τις καθηγήτριες;   Πόσο γελάσαμε!

-         Και για πες…..(σοβαρεύτηκα), τι γίνεται πάνω;
-         ΄΄ ’ντάξει μωρέ, δεν είναι και για θάνατο. Ο διοικητής είναι καλός άνθρωπος. Δεν μας τρέχουν γενικώς. Εσύ τώρα δεν νομίζω να έχεις κάποιο πρόβλημα, εκτός του ότι δεν έχουμε και πολλούς δόκιμους  και ίσως πας λίγο εμπλοκή στις υπηρεσίες, αλλά μετά θα πηγαίνεις στο σπιτάκι σου και θα αράζεις΄΄.
-         Ε ναι καλά.
-         ΄΄ Μόνο ένα πράγμα θα προσέξεις αύριο΄΄ (είπε κάπως σοβαρά) ΄΄ τον λοχαγό μας΄΄.
-         Γιατί τι τρέχει μ’ αυτόν;
-         ΄΄ Μην τρομάξεις, μην γελάσεις, μην σαστίσεις΄΄.(είπε έτσι και αυτός και οι υπόλοιποι σαν να κοιτάξανε γύρω τους, μην τους ακούν)
-         Λέγε ρε συ (τον σκούντησα).
-         ΄΄ Να… είναι κάπως… ψηλός… και τεράστιος…θα σου ρίχνει δυό κεφάλια… σαν ντουλάπα είναι… αλλά έχει αυτή την φωνή… λεπτή, τσιριχτή… και όταν τσαντίζεται και φωνάζει, κοκκινίζει και τσιρίζει ακόμα πιο πολύ… αυτό να΄΄.
-         ;;;
-         ΄΄ Απλά κάνε ότι δεν τρέχει τίποτα΄΄.
Δεν απάντησα. Έτσι κι αλλιώς είχε έρθει το φαί και πέσαμε με τα μούτρα. Μετά το ρίξαμε στις μπύρες και αράξαμε να δούμε καμιά ταινία, αφού το μαγαζί διέθετε μεγάλες τηλεοράσεις και βιντεοκασέτες που παίζανε η μια μετά την άλλη.
Κατά της 11, σιγά σιγά και παρέες παρέες, άδειαζε η ΄γιαόλεςτιςχρήσειςταβέρνα΄.
Καληνύχτισα τον Άρη και τα παιδιά και πήγα και εγώ να ξεραθώ.
Αύριο ξημερώνει 5 Ιανουαρίου και μπαίνω στο νέο στρατόπεδο.
Καλή τύχη.


                                                                   13                                               



  Φορώντας πάλι την επίσημη στολή, όπως προβλέπεται, κίνησα πρωί για το στρατόπεδο.

  Λίγα μέτρα πιο πάνω από το ξενοδοχείο, μπαίνω αριστερά και μετά από λίγο, η πύλη.
 Το κτίριο ξεπρόβαλε από την κορυφή του λόφου, σαν προστάτης του χωριού.
 Δείχνω τα χαρτιά μου στους σκοπούς, που μου λένε μια κρύα καλημέρα και με συνοδεύει ο ένας στον διοικητή. Όπου και να κοίταγες, έβλεπες θάλασσα και σκόρπια νησάκια να αυτοσχεδιάζουν στο τοπίο. Ο σκοπός με αφήνει έξω από την πόρτα του διοικητή. Βαθιά ανάσα και χτυπάω. Ακούω το ΄Εμπρός΄.
Ανοίγω και μπαίνω με σίγουρο βήμα.
-         Δ.Ε.Α. πεζικού Μπουραζάνης Κωνσταντίνος, μετατεθείς από Σχολή Μηχανικού.
-         ΄΄Καλώς μας ήρθες δόκιμε΄΄. Είπε ευγενικά ο Ταγματάρχης σε βαθμό, διοικητής.
-         Σας ευχαριστώ πολύ.
-         ΄΄Τακτοποιήθηκες; Βρήκες να μείνεις;΄΄
-         Ναι, ναι όλα εντάξει.
-         ΄΄Ωραία. Λοιπόν. Πήγαινε τώρα κάτω στον 2ο Λόχο, να σε δει και ο κύριος Γιοβανόπουλος, ο λοχαγός σου, που σε περιμένει πως και πως. Αύριο είναι τα Φώτα και μετά σαββατοκύριακο, δεν έχει κάτι να κάνεις. Άρα από Δευτέρα τώρα, να ξεκινήσεις υπηρεσίες. Εντάξει;΄΄
-         Μάλιστα κύριε διοικητά. 
 
Αυτά είναι, άλλες τρεις μέρες αραλίκι. Πάμε τώρα για τα άλλα. Κατεβαίνω κάτω και βλέπω την πόρτα με την επιγραφή.. ‘ 2ος Λόχος - Γραφείο Λοχαγού’. Χτυπάω πόρτα. Τίποτα. Ξαναχτυπάω. Πάλι τίποτα. Δε γαμιέται, μπαίνω. Κανείς. Θα περιμένω να έρθει. Τριγυρνάω αμήχανα στον χώρο, σκεπτόμενος αυτά που είπε ο Άρης. Ψυχραιμία. Ακούω φωνές, έρχεται, πάει να μπει μέσα και σκοτεινιάζει το δωμάτιο. Το φως έρχεται από πίσω του και εγώ βλέπω μια τεράστια σκοτεινή φιγούρα να λέει ‘καλημέρα’.
-         Δ.Ε.Α. πεζικού Μπουραζάνης Κωνσταντίνος, μετατεθείς από Σχολή Μηχανικού. Καλημέρα κύριε λοχαγέ (όσο μπορούσα πιο συγκρατημένα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, που φόραγε κάτι τεράστια γυαλιά).
-         ΄΄Που είσαι Μπουραζάνη; Σε περιμέναμε νωρίτερα.΄΄
-         Δεν ξέρω. Το χαρτί έγραφε σήμερα, κύριε λοχαγέ.
-         ΄΄Τέλος πάντων. Τώρα είδα και τον διοικητή και είπαμε για σένα. Από Δευτέρα θα βγουν οι καινούργιες υπηρεσίες, σε θέλω ετοιμοπόλεμο για όλα. Δεν έχουμε αρκετούς δόκιμους, οπότε στην αρχή, θα είσαι λίγο περισσότερο απασχολημένος, μαζί και με την εκπαίδευση που θα κάνεις στους στρατιώτες, τα πρωινά. Εντάξει;΄΄
-         Μάλιστα κύριε λοχαγέ.
-         ΄΄Και ότι θες, σε μένα΄΄(συνέχισε στον ίδιο τόνο).΄΄ Δρόμο τώρα, να μην σε βλέπω με αυτή την στολή. Δευτέρα πρωί, εδώ.΄΄
-         Μάλιστα κύριε λοχαγέ.

Αυτό ήταν. Καλή αρχή. Είμαι πια, πιο αισιόδοξος με την νέα κατάσταση. Γουστάρω. Αρχίζω και τη βρίσκω. Βλέπω με άλλο μάτι, τους σκοπούς στην πύλη βγαίνοντας, ενώ πίσω μου ετοιμάζονται για την πρωινή αναφορά. Απ’ ότι ξέρω θα είμαι εδώ περίπου ένα χρόνο και απ΄ ότι φαίνεται, θα περάσουμε καλά. Θα έρθει και το καλοκαιράκι…



14




                                                                                 


         Πίσω στο σπίτι και βγάζω την στολή την οποία θάβω στο βάθος της ντουλάπας.

  Έχει ωραία μέρα και λέω να βγω, να δω και το υπόλοιπο χωριό. Όπου με φτάσουν τα πόδια μου. Τα περισσότερα σπίτια, είναι παλιά, σε στενά δρομάκια, με αυλές. Δεν κυκλοφορεί και πολύς κόσμος, είναι στις δουλειές τους, στα χωράφια τους ή ψαρεύουν.
Σε ένα τέτοιο δρομάκι, πέφτει το μάτι μου, σε ένα μαγαζί. Πλησιάζω. Στην βιτρίνα του είχε κάθε λογής μικροσυσκευή. Από λαμπατέρ, μέχρι τηλεοράσεις, αλλά και κασετόφωνα.
‘Αυτό μου χρειάζεται’, σκέφτηκα, καρφώνοντας ένα φορητό TEC, που θύμιζε εποχή 60s. Το μόνο που είχα φέρει, ήταν ένα γουώκμαν της κακιάς ώρας. Το ζήτησα από τον πωλητή και όπως πλήρωνα, πρόσεξα σε μια γωνία, κάτι βινύλια.
-         Έχεις και κασέτες; (ρωτάω).
-         Πολύ λίγες, ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο;
-         Κάτι σε ελληνικό ροκ; Τερμίτες;
-         Μόνο σε δίσκο. Τα Τσιμεντένια Τρένα. Αλλά ξέρεις τι;
      Μπορώ να σου το γράψω σε κασέτα.
-         Σοβαρά; Οκ!
-         Έχω και 2002GR, να βάλω;
-         Βάλε ότι νομίζεις. Κατάλαβες τι θέλω.
-         Να σου προτείνω και αυτούς; Φάντης Μπαστούνι και οι Άσσοι.
-         Δεν τους ξέρω. Καλοί;
-         Ροκαμπίλι με ελληνικό στίχο.
-         Εντάξει. Γράψε να τους ακούσω.
-         Μόνο που θα τις έχω έτοιμες την άλλη εβδομάδα.
-         Θα περάσω να τις πάρω. Σ’ ευχαριστώ. Γεια!

Συνεχίζοντας την βόλτα μου, ολοκλήρωσα και τα ψώνια μου, με είδη πρώτης ανάγκης.
Επιστροφή σπίτι, φτιάχνω καφέ και εγκαινιάζω το… ‘ ηχοσύστημα ’. Πρώτη μούρη!

Κλείνεις τα μάτια και η μουσική σε πάει, όπου θέλει αυτή. Σε φανταστικούς κόσμους ή στους εφηβικούς έρωτες και τα πρώτα πάρτυ. Σχεδόν κάθε μέρα, βρίσκαμε αφορμή.
 Γυμνασιόπαιδα, κλεινόμασταν σε ένα δωμάτιο, με σάουντρακ μπαλάντες από Scorpions, Survivor, Βonnie Tyler, με σκοπό να έρθουμε σε επαφή με το άλλο φύλο. Αθώα τότε φιλιά, αγγίζαμε δήθεν τυχαία, αγκαλιές σφιχτές πάνω στο χορό. ‘θες να τα φτιάξουμε;’
Εγώ με την Κατερίνα. Ήταν συμμαθήτρια της ξαδέλφης μου. Παίζανε μαζί βόλευ, στα διαλείμματα. Την πρόσεξα, είχε δεμένο το χέρι της, κάπου είχε χτυπήσει.
Έβαλα την ξαδέλφη να της μιλήσει. Είπε ναι. Την κάλεσα σε δικό μου πάρτυ. Ήταν πολύ ντροπαλή και μίλαγε λιγότερο και από μένα. Καθώς χορεύαμε το Hello’(I love you), του Lionel Richie, της είπα… ΄σ’ αγαπώ’.
 Ένα απόγευμα, ήμουν με τον ξάδελφο Κώστα στο σουβλατζίδικο του πατέρα του. Πρέπει να είχαμε πιεί, ένα βαρέλι μπύρα μόνοι μας, όταν μου ήρθε να την πάρω τηλέφωνο. 
-         Ναι; Ε… Γεια…..ε… ο Κώστας είμαι. Τι… τι κάνεις;….. καλά. Ερχόμαστε από εκεί.
      -  ‘ Που να πάμε ρε’, μου φώναξε ο Κώστας, ‘ είμαστε λιώμα’.
-         Καλύτερα.
Κι όμως, πήγαμε σπίτι της, μας έβαλε μέσα και μας γνώρισε στην μάνα της…
 ‘ είστε καλά;’ με ρώτησε απορημένη. Εμείς χαζογελώντας είπαμε… ‘καλά, καλά’.
 Ρεζίλι γίναμε πάλι.
Το ειδύλλιο δεν κράτησε πολύ, γιατί εγώ ο ηλίθιος, όταν τελείωσα το γυμνάσιο και θα πήγαινα λύκειο, αποφάσισα απλά, να μην την ξαναπάρω τηλέφωνο.
Αυτό πρέπει να ήταν το δεύτερο τραγικό λάθος στην ζωή μου. Συγγνώμη.
Βλάκα, βλάκα.


                                                                     15 


     Η θητεία μου σαν αξιωματικός, μόλις ξεκίναγε. Όλα πήγαιναν βάση προγράμματος.

Είμαι ο μοναδικός δόκιμος στον λόχο μου και επικεφαλής της διμοιρίας σκαπανέων.
Κάθε μέρα, επιβλέπω την γυμναστική, το πρωινό γεύμα και μετά στην εκπαίδευση, πρέπει να τους μεταφέρω τις γνώσεις μου από την Σχολή.
Όταν έχω υπηρεσία, συνήθως Β.Α.Υ.Δ.Μ .(βοηθός αξιωματικού υπηρεσίας διανυκτερεύσεως μονάδος), μένω ‘μέσα’ και επιτηρώ και τις υπόλοιπες εργασίες / αγγαρείες της ημέρας. Αργότερα με την δύση του ήλιου και μέχρι το πρώτο φως, κάθε δύο ώρες κάνω ‘έφοδο’ στις σκοπιές. Αν δεν έχω υπηρεσία, μία και μισή, το πολύ δύο το μεσημεράκι, είμαι σπίτι.

Σε μία τέτοια ημέρα υπηρεσίας, και ενώ τσέκαρα τους κωλυόμενους, έμαθα κάτι ευχάριστο.
Υπάρχουν λέει κάποιοι φαντάροι μουσικοί, που τα απογεύματα, με άδεια από τον διοικητή,  πάνε για πρόβες. Τους έχει παραχωρήσει μία αποθήκη στην Λέσχη, για αυτόν τον σκοπό.
Αυτό, έπρεπε να το δω και με τα μάτια μου.

Έτσι, ένα απόγευμα, πήγα προς τα εκεί. Όντως πίσω από την Λέσχη, ήταν μία αποθήκη. Είχε φως και μόλις που ακουγόντουσαν, γνώριμοι ήχοι κουρδισμάτων, μουσικών οργάνων.
Μπήκα, με τον αέρα του… ‘ήρθα να δω τι κάνετε εσείς εδώ’ και τα παιδιά έκαναν να σταματήσουν. ΄΄ όχι, όχι συνεχίστε αυτό που κάνετε΄΄, τους παρότρυνα και έκατσα σε μια γωνιά. Εδώ αφήστε με τώρα, δεν πάω πουθενά.
Με τον καιρό, γνωρίστηκα καλύτερα με τα παιδιά και εξεπλάγην όταν ανακάλυψα ότι , ανάμεσά τους, βρισκόντουσαν μέλη από γνωστά μου ελληνικά ροκ και μέταλ συγκροτήματα,
Όπως ,VAAL, VAVEL, RUST. Εκεί, δανειζόμουν καμιά φορά το μπάσο και παίζαμε κομμάτια όπως το Remember Tomorrow των Iron Maiden ή το N.I.B. των Black Sabbath.
Η μεγάλη συγκίνηση όμως, ήταν να τους ακούω να παίζουν το Soldier of Fortune των Deep Purple.

Όλα αυτά τα ελληνικά συγκροτήματα της εποχής, τα μαθαίναμε μέσω των περιοδικών που κυκλοφορούσαν και κυρίως από ένα που είχε το μονοπώλιο θα λέγαμε. Το ‘Heavy Metal’ φυσικά, (που αργότερα έγινε ‘Metal Hammer’). Καθώς επίσης και από τις συναυλίες που γινόντουσαν, συχνά σε κινηματογράφους τότε. Αφού μεγάλες μπάντες που αγαπούσαμε, σπάνια ερχόντουσαν στην Ελλάδα, βγάζαμε το απωθημένο μας έτσι.
Άλλη ιεροτελεστία ήταν το κυνήγι των ξένων δίσκων στα δισκάδικα. Happening, Δισκάδικο της Αθηνάς ή στο Μοναστηράκι. Πολλές φορές το κριτήριο ήταν το εξώφυλλο, ένα σόλο που κάπου ακούσαμε ή έναν περίεργο τραγουδιστή που είδαμε σε αφίσα. Πολύ ψάξιμο και μετά, με το δίσκο ή την κασέτα παραμάσχαλα, σπίτι ή σε κάποιο φίλο, με μπύρες, να ακούσουμε το νέο απόκτημα.
Μόνιμη παρέα, είχα τον ξάδελφο Κώστa. Σαν μεγαλύτερος είχε αρχίσει την συλλογή νωρίτερα, οπότε ήταν σίγουρη πηγή πληροφόρησης. Καθώς είχε και στερεοφωνικό, κάναμε εκεί τις ακροάσεις. Με ευλάβεια ξεσφραγίζαμε το βινύλιο και πέφταμε με τα μούτρα στα ένθετα με τις φωτογραφίες και τους στίχους.

Σαββατόβραδα και όχι μόνο, μας έβρισκες στα ροκάδικα. Ombre, Crazy Horse, αλλά το αγαπημένο μας, ήταν το La Luna στην Αγ. Παρασκευή, όπου ξεβιδώναμε τα κεφάλια μας από το χορό. Για πιο χαλαρές καταστάσεις είχαμε την Rumor στην Παλλήνη, καφετέρια, που μέχρι το βράδυ, μεταμορφωνόταν σε ροκ παμπ. Εκεί μαζευόμασταν με την παρέα καθημερινές και δεν φεύγαμε, αν κάποιος από εμάς δεν έπεφτε ‘νεκρός’ από τα ξύδια και τον κουβαλάγαμε σπίτι του. ΄΄ Σας τον φέραμε΄΄.

 Τώρα τέλος η κραιπάλη. Αποτοξίνωση. Βαστάτε, επανέρχομαι δριμύτερος.
Σε ενάμιση χρόνο.

                                                                     16


               Το ξενοδοχείο άρχισε να μην συμφέρει οικονομικά κάποια στιγμή.

  Και αυτό γιατί οι υπηρεσίες δεν μου αφήνανε πολλές μέρες ελεύθερες. Με πήγαινε μία μέσα, μία έξω ή στην καλύτερη, μία – δύο. Αρκετές φορές δύο – μία. Αν σκεφτείς ότι έπαιρνα περίπου 68.000 δρχ. το μήνα και έδινα 20.000 στο σπίτι, φυσικά μετακομίζω.
Δεν άργησα να βρω κάτι, δεν ήθελα μεγαλεία. Βρήκα μια μονοκατοικία παλιά που την είχε μια γιαγιά. Έμενε ήδη ένας μονιμάς επιλοχίας, που τον είχα και στην Τρίπολη (ποτέ δεν του είπα ότι τον θυμόμουνα). Έλειπε όταν πήγα να δω το σπίτι. Μπαίνοντας με πήρε η μπόχα από την κουζίνα. Τα άπλυτα πιάτα βουνό και το κρεβάτι του δίπλα. Ευτυχώς κοντά στην εξώπορτα υπήρχε ένα δωμάτιο κενό, με μεγάλο παράθυρο, ντουλάπα, τραπέζι και κρεβάτι. Τέλειο. Για 5 χιλιάρικα το μήνα, μια χαρά. Τι να την κάνω την κουζίνα έτσι κι αλλιώς; Έτρωγα φθηνά στην Λέσχη.
Στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι μου, ζωγράφισα ένα τεράστιο μπάσο, με έμφαση στην ταστιέρα. Ήταν ο πίνακας απομνημόνευσης, για το ποιες νότες, ήταν που…!!!(χωρίς σχόλιο).
Άλλο αξιοσημείωτο… μέρος του σπιτιού, ήταν…το μέρος. Που είναι ρε παιδιά; Μέσα στο σπίτι δεν είναι. Είναι έξω. Έξω; Έξω που; Δεν βλέπω τίποτα. Έξω, κάτω από την σκάλα.( Μιλάμε τώρα για μια σκάλα έξι σκαλοπατιών, από την οποία έμπαινες στο σπίτι…!!! Φαντάσου πως έκανα ντους, καθισμένος σε καρέκλα! ).

Πλέον θεωρούμαι ‘μάχιμος’. Έχουν περάσει πέντε μήνες, έχουν γίνει βολές, πορείες, 
παρελάσεις σε εθνικές γιορτές, επιφυλακές. Κάποιοι φύγανε. Απολύθηκαν. Άλλοι ήρθαν.
 Εγώ εκεί σταθερός, δεν μασάω, τώρα ξέρω τι κάνω, είμαι δυνατός, αρχίζω να γίνομαι σαν αυτούς, τους στρατόκαβλους. Αλλά μόνο εξωτερικά.
 Εσωτερικά, έχω βρει τις ισορροπίες που χρειάζομαι.  Δεν θα με λυγίσετε. 

Επιπλέον, έχουν έρθει και καινούργιοι δόκιμοι και κάπως ανάσανα από τις υπηρεσίες.
Και εκεί που πάω να το απολαύσω, μου κάνουν γνωστό, ότι θα πάω σε φυλάκιο, άγνωστο για πόσο. Προσπαθώ τώρα να μαζέψω πληροφορίες για το γίνεται εκεί. Όλοι λένε οτι είναι καλά,
ώσπου ένας πιο παλιός δόκιμος, θέλοντας να με προειδοποιήσει, μου είπε να έχω το νου μου, γιατί στο φυλάκιο που πάω, είναι ένας τύπος σαλεμένος, τιμωρημένος με δύο μήνες φυλακή και προκαλεί φασαρίες, όπου και αν βρίσκεται. ‘Να του κόψεις τον αέρα από την αρχή, γιατί δεν σε βλέπω καλά’, μου είπε, ‘είναι πολύ σκληροπυρηνικός, πανκ και χέβυ μέταλ’.
Όταν άκουσα κι αυτό ησύχασα. Ωραία. Θα έχω και παρέα, σκέφτηκα.

Το φυλάκιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Φισίνη, πάνω σε ένα ακρωτήριο ΝΑ του νησιού. Έχει καμιά δεκαριά φαντάρους, όλοι ‘παλιοί’ και σκοπός του είναι η παρατήρηση της θάλασσας προς την Τουρκία και καταγραφή των πολεμικών πλοίων με κιάλια, διόπτρες και ραντάρ.
Είναι Μάιος και μου φαίνεται ότι πάω εκεί, την καλύτερη εποχή. 

Πρέπει να ετοιμαστώ πάλι για μετακόμιση. Επίσης πρέπει να ‘ξεχρεωθώ’ την Αποθήκη Υλικού που μου είχαν φορτώσει και να τακτοποιήσω τυχόν εκκρεμότητες πριν φύγω.
Μου έδωσαν και πέντε μέρες άδεια, να πάω Αθήνα για να μην γκρινιάξω.
Και γιατί να γκρινιάξω άλλωστε;
Η περιπέτεια συνεχίζεται.


                                                                     17

         Τα προσωπικά μου είδη, βρίσκονται πάλι μέσα στους σάκους, 
                                         σε μια γωνιά στο επιλοχάδικο.


Μετά την πρωινή αναφορά, θα συνοδεύσω το Stayer, με τον εφοδιασμό των φυλακίων. Σε αυτό της Φισίνης, θα αντικαταστήσω τον εκεί αρχιφύλακα. Κι έτσι έγινε.
Η απόσταση δεν ήταν και πολύ μεγάλη αλλά, ανέβα κατέβα τα φυλάκια, φόρτωσε ξεφόρτωσε, τρόφιμα και φαντάρους, πήγε μεσημέρι που φτάσαμε στο τελευταίο, που ήταν και ο δικός μου προορισμός. 
Όλοι, έξω και περίμεναν, να αποχαιρετήσουν τον έναν δόκιμο, που έφευγε με μετάθεση και να καλωσορίσουν τον άλλον. Ή , τους είχαν τελειώσει οι προμήθειες και ανυπομονούσαν για τα φαγητά.
Μεταφέροντας τα πράγματά μου στο δωμάτιο μου, ‘κόβω’ φάτσες. Κάποιους, τους έχω ξαναδεί, άλλους όχι, είναι παλιοί και δεν έχουν κατέβει στο στρατόπεδο, όσο ήμουν εγώ. Απόμερος σε μια σκιά, με καφέ και τσιγάρο, στέκει ο ‘ύποπτος’ που ‘ πρέπει να έχω τον νου μου’. Φοράει μπλούζα Ramones, το στρατιωτικό παντελόνι με τα παντζάκια γυρισμένα σαν ψαράς, παντόφλες και έχει μπροστά στην μούρη του, να κρέμεται, μια τούφα μαλλί (ποιος ξέρει πόσο καιρό, την έκρυβε πίσω από το αυτί). Τραβάει τζούρα, μία καφέ, μία τσιγάρο και παρακολουθεί σκεπτόμενος μάλλον.. ΄΄Τι μας τον κουβαλήσανε εδώ, αυτόν τον ψάρακα΄΄, κοιτάζοντας με, από πάνω μέχρι κάτω.
Εγώ έκανα πως δεν δίνω σημασία, τους χαιρέτησα όλους έναν, έναν κανονικά.
Σε μισή ώρα, είχε φύγει το Stayer και ο Κωστάκης ο μάγειρας, μόλις είχε βάλει τρία  κοτόπουλα στο φούρνο με μπόλικες πατάτες. Χτύπησα και εγώ μια φραπεδιά και έκατσα να γνωριστώ καλύτερα με τα παιδιά.

Η αποστολή του φυλακίου, ήταν απλή. Οι οχτώ φαντάροι να εναλλάσσονται στο παρατηρητήριο, καταγράφοντας ημερολόγιο κινούμενων πλοίων στο Αιγαίο την ημέρα και την νύχτα, να λειτουργεί το ραντάρ, από τους δύο ρανταρίστες. Ανεπισήμως, να έχουμε τον νου μας μην σκάσει κανένας λοχαγός ή χειρότερα διοικητής για επιθεώρηση. Ευτυχώς για αυτόν τον σκοπό, είχαμε γνωστούς πίσω στο τάγμα, που ειδοποιούσαν, αλλά και η θέση του φυλακίου βοηθούσε επίσης, αφού ήταν ψηλά και βλέπαμε αν ερχόταν κάποιος, από πολύ μακριά.  

Μετά το φαγητό, την έκανα στο δωμάτιο να ξεκουραστώ, δήθεν, αλλά είχα άλλες βλέψεις.
‘Κοτσίδη, η σειρά σου’ (ο… ‘ύποπτος’). Άραξα και έβαλα μουσική λίγο δυνατά, όσο να ακούγεται λίγο έξω και περίμενα. Έπαιζε AC/DC όταν χτύπησε η πόρτα. Δούλεψε το δόλωμα. Ήταν ο Γιάννης φυσικά.
-         Δόκιμε; (Έκανε με απορημένη φωνή, μισανοίγοντας την πόρτα και χώνοντας το κεφάλι με την τούφα μέσα). Τέτοια ακούς;
Έτσι, έσπασε ο πάγος και κάτσαμε και μιλήσαμε και μου είπε για το ζόρι που τραβάει με τους δύο μήνες φυλακή και ότι τον έστειλαν εδώ, μήπως και ηρεμήσει. Αλλά τώρα έχει ιερό σκοπό και θέλει να κάτσει φρόνιμα, γιατί μια εβδομάδα αφού απολυθεί, παίζουν οι αγαπημένοι του Ramones, στην αγαπημένη του πόλη, απ΄ όπου είναι, την Θεσσαλονίκη.
Σαν να κάναμε μια άτυπη συμφωνία, να μην μου κάνει τη ζωή δύσκολη και να περάσουμε όλοι καλά.

Ανακουφίστηκα λίγο και έκατσα να απολαύσω τις.. διακοπές μου στο φυλάκιο.
Οι φαντάροι ήξεραν τα καθήκοντα τους και τα εκτελούσαν χωρίς πολλά πολλά, εκτός από τους ρανταρίστες, που τους έπαιρνε ο ύπνος που και που. Κάτι τσογλάνια από το Αγρίνιο, που επειδή ήταν από τον λόχο διοικήσεως, κάνανε τους μάγκες.
Κοίτα να δεις. Από αλλού το περίμενα και από αλλού το βρήκα.



18



                                                                   
                                                                  
                  Την δεκαετία του ΄80, όλα ήταν ξεκάθαρα. 

Με μια ματιά καταλάβαινες τι ήταν ο καθένας.
Αυτοί που ακούγανε λαικά, οι ‘σκυλάδες’, φόραγαν χρυσές αλυσίδες σε λαιμό και χέρια και κυκλοφορούσαν με κάτι ‘και καλά’ φτιαγμένα αυτοκίνητα και στο κασετόφωνο τέρμα, σκυλάδικο.  Οι πιο ποπ και disco κλίκα, που ήταν και οι περισσότεροι δυστυχώς, με τα πολύχρωμα ρούχα τους και τις φράντζες στο μαλλί, όλοι ζευγαρωμένοι. Οι ροκάδες, συνήθως με τζην παντελόνια και καρό πουκάμισα, κοντό ή λίγο μακρύ μαλλί, μπακούρια οι περισσότεροι. Οι χεβυμεταλάδες, μαυροφορεμένοι με στάμπες συγκροτημάτων στα ρούχα και πολύ μακριά μαλλιά, αρκετές φορές χουλιγκάνοι των γηπέδων, για μόδα. Τα πανκιά, λεχρίτες, με στενά πολύχρωμα παντελόνια, αρβύλες και σκισμένες μπλούζες και φυσικά μαλλί λοφίο, μοικανοί. Οι σκινάδες, ταγμένοι σε ναζιστικές φιλοσοφίες, με χαρακτηριστικά το μπουφάν αεροπορίας (flying) και τις μπορντό αρβύλες, που μην τυχών και έβλεπαν άσχετο να τα φοράει, τον έδερναν και του τα έπαιρναν. Και τέλος κάτι λίγοι ροκαμπιλάδες, με τσουλούφια κολλημένοι στα ΄60s.

Εγώ ήμουν μεταξύ ροκάδων και χεβυμεταλάδων και ευτυχώς είχα γνωρίσει άτομα από όλες τις φάρες, γιατί αυτό ήταν καλό στο να μην μπλέκεις σε φασαρίες. Σου την πέφτανε για τσαμπουκά πάνκηδες και έλεγες ένα.. ‘ο τάδε πάνκης, ο ψηλός, με το ΧΤ από το… ξέρω ΄γω, είναι φίλος’ και σε άφηναν στην ησυχία σου.

Τώρα, πάει και το μαλλί, υπέρ πίστεως και πατρίδος κυριολεκτικά, αλλά είπαμε…
Ενάμιση χρόνος, είναι πολύς; Είναι πολύς γαμώ το κέρατό μου.  
Και είμαι ακόμη εδώ, στην Λήμνο, σε ένα φυλάκιο, σε ένα ακρωτήριο στην άκρη του νησιού,
Εγώ και άλλοι δέκα, ο καθένας με τις δικές του ανησυχίες, τα δικά του προβλήματα στο σπίτι, τα δικά του όνειρα, να προσπαθούμε να συμβιώσουμε μέσα στο πεπρωμένο μας, φιλικά, σαν ένα reality show, που ακόμα δεν έχουμε δει στην ελληνική τηλεόραση.
Ε ρε, τι μας επιφυλάσσει το μέλλον!


                                                                           19

                                                                     
                                                                    


                 Το φυλάκιο της Φισίνης, δεν λες ότι ήταν και το τέλειο, εμφανισιακά.

      Βαμμένο με χρώματα παραλλαγής, τουαλέτες που δεν λειτουργούσαν και περιβάλλοντα χώρο γεμάτο χόρτα και άχρηστα αντικείμενα, είπα να το συμμαζέψω λίγο, τουλάχιστον εξωτερικά. Έβαλα λοιπόν τα παιδιά να καθαρίσουν τα χόρτα και τα μπάζα και να μαζέψουν όλες τις πέτρες σε στοίβα. Καλλωπίσαμε και τα λιγοστά δεντράκια που υπήρχαν, σκαλίζοντας το χώμα τους και τέλος, με τις πέτρες που μαζέψαμε, αφού τις ασπρίσαμε με ασβέστη,  φτιάξαμε, σε σημείο που να φαίνεται καθώς μπαίνει κάποιος από την πύλη, την Λήμνο, που από κάτω έγραφε ‘Ποιείν αι κελεύει πατρίς’, το ρητό του τάγματός μας.
  Αυτό, σαν να ευχαρίστησε τελικά όλους μας, καθώς επίσης και τον λοχαγό μας στην επίσκεψή του.

     Μια επίσκεψη, που δεν ήταν αιφνιδιαστική, αφού, φιλαράκια από το τάγμα φρόντισαν να μας ειδοποιήσουν προηγουμένως. Πράγμα που δεν έγινε σε μια επόμενη επίσκεψη Αξιωματικού, που μας βρήκε να κοιμόμαστε ακόμα, έντεκα το πρωί. Τον πήραμε χαμπάρι μόνο όταν το τζιπ ήταν στην πύλη και κόρναρε. Μας έπιασε στην κυριολεξία με τα σώβρακα. Την γλίτωσα με μια παρατήρηση μόνο, ευτυχώς.

   Σε γενικές γραμμές, περνάγαμε τέλεια στο φυλάκιο. Με τα μπανάκια μας στην θάλασσα και τα ωραία βράδια, με μουσική και μπύρες. Χαρακτηριστικά, είχαμε φάει ένα κόλλημα με ένα τραγούδι και περιμέναμε πως και πώς να το βάλει στο ραδιόφωνο για  να γράψουμε τους στίχους. Ήταν το  Forever Young των Alphaville.   Να είχαμε και σωστές τουαλέτες… έπρεπε να βγούμε έξω, καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω από το φυλάκιο, όπου υπήρχε μια αυτοσχέδια. Στην ουσία ήταν μια τρύπα στο χώμα, με μια ξύλινη κατασκευή από πάνω. Αμφιβάλω αν κάποιος την χρησιμοποιούσε όπως έπρεπε.

       Ένα πρωί, σε μια επίσκεψή μου στον εν λόγο τόπο, με την τσίμπλα στο μάτι, κοιτάζοντας κάτω για να μην πατήσω καμιά ΄΄νάρκη΄΄, έχω βρει το κατάλληλο σημείο και είμαι έτοιμος να απολαύσω την τελετή της ξαλάφρωσης. Ανοίγοντας καλά τα μάτια τώρα, για να απολαύσω και την θέα, βρίσκομαι μπροστά σε μια απίστευτη εικόνα. Γύρω γύρω από το ακρωτήριο και όπου πήγε το μάτι μου, η θάλασσα γεμάτη πολεμικά πλοία. Δικά μας, αλλά και τούρκικα στο βάθος. Μου κόπηκαν τα γόνατα, το κατούρημα και κάποιοι μήνες από την ζωή μου. Κοιτάω δεξιά προς το ραντάρ. Δεν δούλευε. Κοιμούνται. Μαζεύοντας τα ρούχα μου, τρέχω προς το φυλάκιο φωνάζοντας.
    ‘ Σηκωθείτε ρεεε. Μας την πέσανε. Ξυπνήστε ρεεε’.
   Αφού όλοι έλαβαν γνώση της κατάστασης, μπήκαμε σε επιφυλακή, μην πλακώσουν και τίποτα γαλονάδες ξαφνικά. Όλοι στις θέσεις τους, φυλάκιο άψογο και εγώ να προσπαθώ να βρω τον λοχαγό μας στο τηλέφωνο, για οδηγίες.
-          Κυρ λοχαγέ, μήπως γίνεται καμιά άσκηση; Τον ρώτησα όταν τον βρήκα, προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και γεμάτος απορία.
-         ‘ Ναι δόκιμε, έχε τον νου σου.’ 
-         Και τι στο καλό θα γράψουμε στο βιβλίο παρατηρήσεων; Εδώ γίνεται χαμός!
-         ‘ Τίποτα. Γράψτε μόνο, ‘σχηματισμοί άσκησης’ και είστε εντάξει.’

    Ουφ! Πάει και αυτό. Σαν να έγινε για να σπάσει η μονοτονία και να ανάψουν λίγο τα αίματα. Αισθανθήκαμε και λίγο περισσότερο μάχιμοι, αν και δεν κάναμε τίποτα σοβαρό, απλοί παρατηρητές ήμασταν και αυτό ήταν καλό.
             
                                                                            20

                                                                          
                                                          
   


                            Αύγουστος και το καλοκαίρι έχει μπεί για τα καλά!

      Μήνας διακοπών για τους πολλούς, σε μια μακρινή, όπως φαίνεται σε εμάς, ζωή.
Αναγκαστικά, κάνω νοερά ταξίδια, σε μέρη που πήγαινα μικρός. Πώς να ξεχάσεις τα καλοκαίρια στο χωριό του πατέρα, την Κορμίστα Σερρών, με την γιαγιά να λέει ιστορίες και παραμύθια αλλά και τραγούδια. Σε ένα σπίτι τόσο οικείο, πέτρα και ξύλο, με καταπληκτικές μυρωδιές ζυμωτού ψωμιού και φρέσκου αγελαδινού γιαουρτιού. Βόλτες με τα ξαδέλφια, από το ένα σπίτι στο άλλο, αφού δεν είχαμε κάπου αλλού να πάμε, εκτός και αν είχε όρεξη κανένας θείος, ώστε να μας πάει με το αυτοκίνητο στο μοναστήρι. Το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας. Ψηλά στο βουνό Παγγαίο, με την απέραντη θέα και την τεράστια ιστορία.

     Μεγαλύτερος, στο χωριό της μητέρας, στην Κλεπά της ορεινής Ναυπακτίας. Το ταξίδι αυτό, δεν ξέρω τον λόγο, γινόταν αργά την νύχτα. Φτάναμε τέσσερις τα ξημερώματα πάντα, με το λεωφορείο από Ναύπακτο. Ο δρόμος σκοτεινός και επικίνδυνος, γι’ αυτό και οι οδηγοί αυτοί, συνοδεύονταν από μύθους και ιστορίες για τις περιπέτειες και τα κατορθώματά τους στα ταξίδια τους. Μου άρεσε να κάθομαι μπροστά, δίπλα στον οδηγό και προσπαθούσα να μην χάσω σπιθαμή από τον δρόμο, όπου έπεφτε το φως από το λεωφορείο, μήπως και πεταχτεί κανένα ζώο και δεν το δω.
  Η ανυπομονησία μεγάλη, να φτάσω, να βρω τους φίλους μου. Τον Θανάση, τον Σταμάτη και τον Άρη. Τους έβλεπα μόνο εκεί, μια φορά τον χρόνο για δεκαπέντε μέρες.
 
 Όλα γίνονταν στην πλατεία του χωριού και γύρω από αυτήν. Το σπίτι του παππού ήταν ακριβώς δίπλα ενώ από πάνω είχε και το μαγαζί του, ένα καφεταβερνείο με τραπεζάκια στην πλατεία. Δεν θα ξεχάσω τα μούτρα του Θανάση, όταν ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε με είδε μπροστά του και αναφώνησε… ‘ Κώστα;’
  Όταν μαζευόμασταν όλοι μαζί στο χωριό, ουσιαστικά τότε ξεκίναγαν οι διακοπές μας.
Τι παιχνίδια, τι τρεχαλητά, εξερευνήσεις και σκανδαλιές ήταν αυτές!
Ένα μεσημέρι, περιμένοντας τους άλλους να κατέβουν πλατεία, μετά το φαγητό, ήμουν από κάτω και χάζευα έξω από το σπίτι, είδα ένα πρωτόγνωρο θέαμα για μένα, που έκπληκτος άρχισα να φωνάζω τον Άρη. Το σπίτι του ήταν επίσης κοντά.
  ‘ Άρηηη…Άρηηη…Άρηηη’
Όλοι άρχισαν να έρχονται στα κάγκελα της πλατείας, να δουν τι συμβαίνει. Πουθενά ο Άρης.
Εγώ από κάτω συνέχισα να φωνάζω.
  ‘ Άρηηη, γρήγορα, τρέχααα.’
Ο κόσμος, όλο και μαζευόταν, προσπαθώντας να καταλάβουν. Κάποια στιγμή, ξεπροβάλει και το κεφάλι του Άρη στο κάγκελο.
-         ‘ Τι είναι ρεεε;’
-         Ένας κόκορας πάνω σε μια κότα ρε!!!
Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Έχουν να το λένε στο χωριό. Τι φταίω; Παιδί του Δημοτικού ήμουν ακόμα. Άβγαλτο.
Άλλες φορές, τελείως χαλαροί, καθόμασταν στα παγκάκια της πλατείας χαζεύοντας το άπειρο, στο απέναντι βουνό, να δούμε πότε θα ξεπροβάλει το λεωφορείο. Το παρακολουθούσαμε δρόμο δρόμο και το χάναμε όταν έμπαινε στα άλλα χωριά και παράλληλα προσπαθούσαμε να μαντέψουμε πιο είναι και ποιος το οδηγάει. Ο Μπίμπας; Ο Γάτος; Και άλλα παρατσούκλια.
Στο πανηγύρι τον δεκαπενταύγουστο, άλλη ανακατωσούρα, που για μένα ήταν χαρά να βλέπω τους οργανοπαίχτες και όλα τα καλούδια της σκηνής.

Όλα τα ωραία τελειώνουν όμως κάποτε. Μεγαλώσαμε. Εγώ δεν ξαναπήγα στο χωριό. Δεν έτυχε. Δεν ξέρω ούτε που βρίσκονται αυτά τα παιδιά τώρα. Μάλλον προτιμάμε πιο ατομικές διακοπές πια. Να γυρίσουμε την Ελλάδα, τον κόσμο. Να δούμε όσα μπορούμε περισσότερα.

Και τώρα σκέφτομαι πως, μήπως πρέπει να ξαναεπισκεφτώ την Λήμνο σαν τουρίστας.

                                                                               21

 

                                                                  
     

                                      Τουρίστες στο φυλάκιο; Έγινε και αυτό!

     Ένα απογευματάκι, σκάει μύτη στην πύλη μια μοτοσυκλέτα με ένα ζευγάρι και φουλ στα μπαγκάζια. Έλληνες, που ψάχνουν μέρος για ελεύθερο κάμπινγκ. Τους λέω πως δεν έχει παραλία κοντά, είναι όλο βράχια, αλλά θέλουν να δοκιμάσουν. Μου ζητάνε την άδεια να το κάνουν και εγώ δεν έχω αντίρρηση, εφόσον θα βρίσκονται εκτός περιοχής του φυλακίου.
Αργότερα με ενημερώνουν, ότι βρήκαν ένα άδειο κτίσμα πιο κάτω και θα βάλουν εκεί την σκηνή τους. Αφού πήγα και έλεγξα το μέρος, σιγουρεύτηκα πως δεν θα είχαμε πρόβλημα.
Έτσι για μερικές μέρες είχαμε παρέα πολίτες, κανονικούς ανθρώπους, που για να μας ανταποδώσουν την ΄΄ φιλοξενία΄΄, μας έφερναν τσιγάρα, μπύρες διάφορα που ψάρευαν, χταποδάκια. Τέλεια. Φυσικά η ύπαρξη θηλυκού σε ακτίνα βολής, δεν άφησε ήσυχο κανέναν.
Αλλά ευτυχώς δεν έγινε καμία στραβή.

      Και όταν φύγανε οι… τουρίστες, σιγά σιγά, μας αποχαιρετάει και το καλοκαιράκι και ο Σεπτέμβρης. Ενώ ο Οκτώβρης μας φέρνει νέα. Μέσω τηλεφωνικού καλωδίου και δια στόματος  λοχαγού, ήρθε η ώρα να αποχωριστώ το φυλάκιο και να επιστρέψω στο στρατόπεδο. Κοντεύει η άσκηση ‘Παρμενίων’ και πρέπει να λάβω μέρος.

Έτσι και έγινε μετά από λίγες μέρες, βρισκόμουν πάλι στα παλιά λημέρια, προσπαθώντας να προσαρμοστώ στους παλιούς ρυθμούς.

Η άσκηση δεν άργησε να γίνει. Προέβλεπε διαμονή τεσσάρων ημερών σε σκηνάκια, πορείες, βολές και άλλα αντρικά θέματα. Δεν είχαμε όμως την βοήθεια του καιρού, γιατί πέσαμε πάνω στις φθινοπωρινές βροχές. Τουλάχιστον δύο βράδια κοιμηθήκαμε υπό καταιγίδα. Το τσάι, βρασμένο σε καζάνια το επόμενο πρωί, ήταν βάλσαμο. Μία ακόμη βραδιά έπρεπε η διμοιρία μου να ανέβει σε ένα ύψωμα να διανυκτερεύσει και ευτυχώς που εκεί πάνω, υπήρχε ένα εκκλησάκι, όπου σύραμε τα κορμιά μας μέσα. Παρηγοριά μας, ο καφές fiesta και κρουασάν σοκολάτα που προμηθευτήκαμε άφθονα.
Την τέταρτη νύχτα, δεν είχε ύπνο. Είχε νυχτερινή άσκηση. Βολή με διόπτρες νυκτός, πορεία και άλλα. Στην διμοιρία μου, ανατέθηκε αποστολή. Να καταλάβουμε ύψωμα, στο οποίο υποτίθεται υπάρχει εχθρός. Έλα όμως που ο ΄΄εχθρός΄΄, ήταν ο λοχαγός μου, με μια άλλη διμοιρία. Παταγώδης αποτυχία. Έλα ρε ράμπο!
Τελευταία μέρα και είχαμε επάνδρωση ορυγμάτων μάχης, με σκοπό να προφυλάξουμε απόβαση του Ναυτικού. Τέλεια. Αραλίκι και χαβαλές μέγιστος. Και ενώ περιμέναμε το φαγητό,( κονσέρβα φασόλια με κρέας, ήταν η απόλυτη σπεσιαλιτέ για την κατάστασή μας) και λέγαμε διάφορα, πώς πετάγεται ένας τύπος και λέει, ‘είμαι ντράμερ’.
Οι κεραίες μου πετάχτηκαν και γύρισαν προς το μέρος του.
-         Παίζεις κάπου; Τον ρώτησα και τι μου απάντησε ο άτιμος;
-         ‘ Ναι. Έχω ένα συγκρότημα, άγνωστο, λέγεται ‘Φάντης Μπαστούνι και οι Άσσοι’. 
  Απίστευτο; Εννοείται ότι όταν του είπα ότι έγραψα τον δίσκο του σε κασέτα εδώ στην Λήμνο, έπεσε από τα σύννεφα.

  Τετραήμερος άσκηση, έλαβε τέλος. Νικήσαμε. Επιστροφή στο στρατόπεδο για τους φαντάρους, επιστροφή στο σπίτι για μένα. Ο Οκτώβριος αργεί να τελειώσει και μου επιφυλάσσει πολλά ακόμη. Ετοιμάζομαι πάλι για μεγάλες αλλαγές.  

                                                                         22

                                                              

            Μετάθεση; Σχεδόν δεν μου είχε περάσει από το μυαλό, ότι είναι καιρός.

Βρίσκομαι σχεδόν ένα χρόνο στη Λήμνο και τα νέα δια στόματος λοχαγού ήχησαν ευχάριστα στα αυτιά μου. Όχι πως δεν περνάω καλά, αλλά πάντα οι αλλαγές κάνουν τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα και φέρνουν το πολυπόθητο απολυτήριο πιο κοντά.
Επίσης πριν φύγω θα ονομαστώ και Ανθυπολοχαγός, παίρνοντας το αστέρι μου.
Ο τελευταίος μήνας μου στο νησί, θα έλεγα πως πέρασε γρήγορα, μην έχοντας και πολύ σημαντικά καθήκοντα, αλλά με αγωνία για τον επόμενο προορισμό.
Λες να πάω κοντά στην Αθήνα;

Η τελετή για την αναβάθμισή μου, έγινε σε μια αίθουσα που είχαμε για τις ενημερώσεις του διοικητή προς τους αξιωματικούς του. Όλοι οι βαθμοφόροι που βρισκόντουσαν εκείνο το πρωί στο στρατόπεδο, με τίμησαν με την παρουσία τους. Τις προηγούμενες μέρες, είχα φροντίσει να επιβεβαιώσω, ότι δεν αφήνω εκκρεμότητες πίσω μου, οικονομικές οι άλλες, μαζεύοντας υπογραφές από συναδέλφους, όπως όριζε ο κανονισμός.
Χρειάστηκε να ξαναθυμηθώ τον στρατιωτικό όρκο, άλλη μια φορά και μετά τις χαιρετούρες, να παραλάβω το αστέρι και να μάθω που πάω.

567ΤΠ… Σέρρες… σύνορα με Βουλγαρία…κοιτάω γύρω μου, να καταλάβω, αν αυτό είναι καλό ή κακό. Οι φάτσες τους μου λένε ΄καλό, αφού η καταγωγή σου είναι από ΄κει΄.
(Ναι. Από τα νότια του νομού, όχι τα βόρεια).

Είναι η τελευταία εβδομάδα και γυρνάω σαν φάντασμα στο στρατόπεδο. Δεν έχω υπηρεσίες ή τουλάχιστον, τίποτα σοβαρό να ασχοληθώ, παρά μόνο με την τροφοδοσία των γύρω κοντινών φυλακίων. Όλοι οι φαντάροι έμαθαν πως φεύγω και δεν χάνουν την ευκαιρία να με αποχαιρετήσουν, όπου με βρούν, πράγμα που με χαροποιεί ιδιαίτερα.

Τελευταίες και οι βόλτες στο χωριό τα απογεύματα και μετανιώνω για το ότι δεν ‘επισκέφθηκα’ το νησί όπως θα έπρεπε. Να δω τα αξιοθέατα, τις παραλίες, το κάστρο στην Μύρινα, το απολιθωμένο δάσος… κρίμα.

27 Νοέμβρη του ΄89 και με βρίσκει στο αεροδρόμιο, με το φύλλο πορείας στα χέρια και τους σάκους στα πόδια, για άλλη μια φορά. Τα οδοιπορικά με φτάνουν για μια διήμερη στάση στην Αθήνα για ανεφοδιασμό και μετά τρένο για Σέρρες.
Πατρίδα, σου έρχομαι!

                                                                    23                                      


                                                                   

 

  
               Σταθμός Λαρίσης. (αν είσαι  ένα αστέρι… έλα για μια νύχτα μόνο)

Το κρύο δεν είναι  τόσο τσουχτερό σήμερα στην Αθήνα. Θα έχουμε καλό ταξίδι.
Λίγος κόσμος μέσα στο τρένο. Που να πάει κανείς τέτοια εποχή. Βολεύομαι στην θέση μου, δίπλα σε παράθυρο, όπως μου αρέσει για να χαζεύω. Παρατηρώ τους λίγους συνεπιβάτες μου στο βαγόνι. Κανά δυο φαντάροι, μερικοί ηλικιωμένοι και μια αρκετά όμορφη κοπελιά στο οπτικό μου πεδίο. Το γουώκμαν μου έχει ανανεωμένες τις κασέτες του και καινούριες  μπαταρίες. Η καλύτερη συντροφιά.
 Νοιώθω το τρένο να ξεκινά, χώνομαι στο μπουφάν μου, τα ακουστικά στ’αυτιά και φύγαμε.
Συνήθως, μου αρέσει όπως ακούγονται οι τροχοί στις ράγες, αυτό το άρρυθμα ρυθμικό χτύπημα που μπορείς πάνω του να πειραματιστείς, φτιάχνοντας progressive ριφάκια ή ψυχεδελικές λούπες, αλλά σήμερα θα προτιμήσω μια συλλογή με ροκ μπαλάντες για αρχή.
  Η χαλαρή μουσική και η χαλαρή πορεία του τρένου, με προκαλεί να μισοκλείνω τα μάτια, που όποτε  ανοίγω, βλέπω στο βάθος το ωραίο κορίτσι.  Περίεργες σκέψεις με πιάνουν.
Κάτι για την τέλεια αγάπη, την ιδανική γυναίκα…. Το τρένο μοιάζει σαν να ταξιδεύει στον χρόνο, δεν πατάει στις γραμμές. Προσπαθώ να βρω τις απαντήσεις.
 
 Πιστεύω πως θα το καταλάβω αμέσως. Κάτι θα με τραβήξει. Κάτι στα μάτια της, που είναι μεγάλα και καθαρά, που νιώθεις ότι βλέπεις μέχρι μέσα, στις σκέψεις της. Κάτι στο χαμόγελό της, στα λόγια της, το γέλιο της. Θα θέλω να βρίσκομαι πάντα κάπου κοντά της, ή να την χαζεύω από μακριά. Να περνάει  δίπλα μου και να θέλω έστω για λίγο να με ακουμπήσει. Να χώνομαι σε αυτό το θεσπέσιο αεράκι που την ακολουθεί, που είναι γεμάτο με το άρωμά της. Να θέλω να την αγγίξω, έστω στα ακροδάκτυλά της. Να θέλω να της μιλήσω, να της πω τι νοιώθω. Να την σκέφτομαι συνέχεια και να χαμογελάω, μόνος μου, σαν ηλίθιος, στην σκέψη της. Θα είναι απλά, ένας ωραίος άνθρωπος, που θα έρθει να συμπληρώσει το κενό.

 Η οχλαγωγία που με έφερε στην πραγματικότητα, ήταν από τον σταθμό της Θεσσαλονίκης. Αρκετοί κατεβαίνουν, λίγοι ανεβαίνουν και συνειδητοποιώ ότι είχα αρχίσει να ‘ξεφεύγω’. Αρκετά με τις μπαλάντες, βάλε Metallica να στανιάρουμε.
Ευτυχώς η κοπελιά δεν κατέβηκε.  

Το ταξίδι συνεχίζεται κανονικά, μέσα από υπέροχες τοποθεσίες. Τα βουνά στο βάθος είναι χιονισμένα και ο ήλιος ψάχνει χαραμάδες στα σύννεφα για να μας ζεστάνει λιγάκι.
Σε λίγη ώρα φτάνουμε στο Νέο Πετρίτσι. Τσεκάρω τα πράγματά μου και είμαι έτοιμος.
Αρχίζω να αγχώνομαι ως συνήθως, είναι και αυτός ο χειμώνας που δεν λέει να τελειώσει…
άντε να δούμε…

‘Νέο Πετρίτσι’, ακούστηκε από το βάθος και σιγά σιγά το τρένο, έκοψε ταχύτητα μέχρι που σταμάτησε. Σηκώθηκα, φορτώθηκα, έγνεψα ‘γεια σου’ στην κοπελιά και κατέβηκα. Ήταν σαν σκηνή από ταινία, που επιβάτης κατεβαίνει από τρένο, σε έρημη τοποθεσία μην ξέροντας προς τα που να πάει.
Έριξα μια ματιά τριγύρω και προχώρησα προς τα πρώτα σπίτια που έβλεπα. Μετά από λίγο ήμουν σε κεντρικό δρόμο του χωριού. Δεν άργησα να βρω και ξενοδοχείο κοντά στην πλατεία.
Ένα απλό ξενοδοχείο με δικό του εστιατόριο στο ισόγειο. Προσωρινά πρέπει να μείνω κάπου, μέχρι να δω πως είναι τα πράγματα εδώ, μήπως ενοικιάσω αργότερα κανένα σπίτι, αλλού.
Αρκετά φιλόξενο το αντρόγυνο εκεί, μου έδωσαν δωμάτιο, οδηγίες για το που είναι το στρατόπεδο και αν θα ήθελα να μου ετοιμάσουν κάτι για φαγητό.
  Ταχτοποίησα τα πράγματα και βγήκα για μια σύντομη βόλτα στην πλατεία του χωριού πριν σκοτεινιάσει. Ένοιωθα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου. 
Πρόσεξα τον δρόμο που οδηγεί στο στρατόπεδο, έναν μεγάλο πλάτανο στην πλατεία και ένα μαγαζάκι που έφτιαχνε μπουγάτσα Σερρών.
Πίσω στο ξενοδοχείο για μουσακά και ξεκούραση. Αύριο είναι μεγάλη μέρα.

                                                                       24



       Τα βήματα βαριά, πρωί πρωί,  στο δρόμο για το στρατόπεδο.

    Κάποιοι αγρότες πηγαίνουν στα χωράφια τους και τα μαγαζάκια, ανοίγουν ένα ένα.
Στην πύλη, σαν να με περίμεναν, καλημερίζοντάς με, παγερά, όπως το κρύο εκείνο πρωινό.
Δεν φαίνεται και πολύ ζωηρό το στρατόπεδο, με λίγους φαντάρους να κυκλοφορούν. Βρίσκω μόνος μου το δρόμο για το γραφείο του Διοικητή. Ανεβαίνω έναν όροφο και εκεί δίπλα στο ΚΕΠΙΚ, μια ανοιχτή πόρτα. Ένας μικροκαμωμένος, σχετικά άντρας με χαμογελαστό στόμα κάτω από το μουστάκι του, σηκώνεται να με υποδεχτεί.
-  Ανθυπολογαγός Πεζ....( ξεκίνησα να παρουσιαστώ, αλλά με έκοψε).
-  Καλημέρα κύριε Μπουραζάνη, περάστε, καθίστε, να βάλω καφεδάκι;
Ομολογουμένως, έπεσα από τα σύννεφα με την υποδοχή του και δειλά έκατσα στην πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο του, αφού του έσφιξα το χέρι.
-  Καλημέρα σας, εεεμμ.. όχι ευχαριστώ.
- Βλέπω εδώ, οτι η καταγωγή σας είναι απο τις Σέρρες.
- Μάλιστα, ο πατέρας μου είναι απο την Κορμίστα, κύριε διοικητά.
- Περίφημα.(είπε, κλείνοντας κάτι φακέλους μπροστά του και συνέχισε)
- Όπως θα είδες μπαίνοντας, εδώ δεν βρίσκεται  μεγάλη δύναμη του τάγματος. Έχω κρατήσει μόνο, μερικούς του λόχου διοικήσεως. Όλοι οι άλλοι βρίσκονται στα φυλάκια, που σημαίνει, οτι κάποια στιγμή, θα ανέβεις και συ σε ένα. Προς το παρόν και μέχρι να ανοίξει ο δρόμος προς το βουνό από τα χιόνια, θα μείνεις να κάνεις καμιά υπηρεσία εδώ.
Βρήκες να μείνεις κάπου;
- Ναι. Στο ξενοδοχείο εδώ από κάτω.
- Ωραία. Άντε τότε να πας να αλλάξεις και έλα πάλι.

Αυτή η χαλαρότητα ομολογώ, με εξέπληξε ευχάριστα για την ώρα,  ή μήπως  είναι η νηνεμία πριν την καταιγίδα; Επέστρεψα στο στρατόπεδο για να δω ότι δεν έχω τίποτα να κάνω. Έπιασα κουβέντα με τους γραφιάδες να περάσει η ώρα, κάποιος μου έφτιαξε και καφέ.
Έκανα βόλτα στο στρατόπεδο καπνίζοντας και αγναντεύοντας το άσπρο βουνό (οι Μπέλλες),  απο πάνω μας που με περίμενε. Ένα φορτηγάκι θα πήγαινε στα κοντινά φυλάκια τρόφιμα. Πήδηξα μέσα.
Το βράδυ ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας. Ένας λόγος που δεν χρειάζονταν οι φαντάροι εδώ, ήταν ότι, σκοπιές φύλαγαν εθνοφύλακες. Πολίτες δηλαδή που πληρωνόντουσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Οπότε, ερχόντουσαν, τους έγραφα στο βιβλίο, τους χρέωνα όπλο και πυρομαχικά και διανυκτέρευα μέσα.

Έτσι πέρασαν μερικές μέρες, ώσπου ήρθε η ώρα να φύγω. Και πάλι όμως δεν θα έφτανα στο φυλάκιο μου αμέσως, καθώς ο δρόμος ανοίχθηκε μόνο, μέχρι το φυλάκιο που βρισκόταν ο λοχαγός μου. Εκεί θα πήγαινα να μείνω για λίγες μέρες ακόμα.
Το stayer ανέβαινε το βουνό με σχετική άνεση. Δεξιά και αριστερά το δάσος όλο και πυκνώνει. Το χιόνι φτάνει το ένα μέτρο σε σημεία και κορμοί δέντρων, κομμένοι και αραδιασμένοι στην άκρη, μαρτυρούν την άλλη ενασχόληση των κατοίκων.
Που και που σταματάμε σε κανένα φυλάκιο για να αφήσουμε τρόφιμα. Είναι προσεγμένα, με τζάκι, τηλεόραση, κουζίνα, ραμποτέ ξύλο στους τοίχους για περισσότερη ζεστασιά.
Αρχίζω να έχω καλό προαίσθημα.

Φτάσαμε στο φυλάκιο του λοχαγού μου. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μεγάλο κτίριο, με σκοπό να στεγάσει όλο το τάγμα σε περίπτωση κρίσης.
Η υποδοχή μου  αυτή τη φορά, δεν έλαχε της ανάλογης του διοικητή.


                                                                           25

             Ο λοχαγός παρατηρούσε από απόσταση το ξεφόρτωμα...

... και κάποια στιγμή, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
Λιγομίλητος και σοβαρός και κάπως παγωμένος, περπατούσε μπροστά και εγώ πιο πίσω.
Μπαίναμε σε αυτό το αχανές και σκοτεινό κτίριο, ενώ το φορτηγό έφευγε με προορισμό πάλι το στρατόπεδο. Δυο τρεις φαντάροι, όλοι κι όλοι, κουβαλάνε τα πράγματα και χάνονται στο βάθος. Υπάρχει μια τεράστια κουζίνα, εστιατόριο, που είναι ολοφάνερο πως δεν χρησιμοποιείται, όπως και όλος ο επόμενος όροφος. Νοιώθω πως θα με πλακώσουν τα κρύα ταβάνια και οι γκρίζοι τοίχοι.
- Ανθυπολοχαγέ, (μουρμούρησε) βολέψου εδώ και προσπάθησε να ζεσταθείς (είπε, δείχνοντάς μου μια κλειστή πόρτα και συνεχίζοντας αυτός).
- Ευχαριστώ, λοχαγέ, ψέλισα και μπήκα στο δωμάτιο.
Στέκομαι για λίγο και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω, τι βλέπω. Ένας χώρος, που ίσα ίσα χωράει το κρεβάτι και ένα τραπεζάκι, απέναντί του. Στον χώρο που απομένει, μια καρέκλα και μια σόμπα στο πάτωμα, από αυτές τις στρογγυλές με την αντίσταση στη μέση, που θυμίζει δορυφορική κεραία. Ούτε λόγος για παράθυρο. Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η απομόνωση στις φυλακές. Κάθομαι λίγο στο κρεβάτι και ανάβω την σόμπα. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Κάθομαι και κοιτώ τον απέναντι τοίχο. Ευτυχώς η φωνή του λοχαγού απο δίπλα, σώζει την κατάσταση.
- Ανθυπολοχαγέεε !

Ανασκουμπώνομαι και πάω. Η πόρτα του είναι ανοιχτή και μπορώ να διακρίνω το τρεμόπαιγμα του φωτός από ένα τζάκι. Κάθεται πίσω από ένα γραφείο, καπνίζει πίπα και ρίχνει κλεφτές ματιές σε μια τηλεόραση. Γύρω παντού, βιβλία.
- Παρακαλώ, κάθισε. Καλώς ήρθες (λέει και μου προσφέρει μια κούπα τσάι).
- Έχουμε λίγο κρύο εδώ πάνω ε;
- Ε ναι, εντάξει, λίγο.
- Πιστεύω πως δεν θα χρειαστεί να μείνεις για πολύ εδώ, αύριο ή μεθαύριο θα ανοίξει ο δρόμος για πάνω. Θα πας στα πιο ψηλά φυλάκια εσύ. Έχω έναν τώρα εκεί, που κοντεύει να του σαλέψει. Άλλοτε την κοπανάει τα βράδια και κατεβαίνει στο χωριό και άλλοτε του την δίνει και πυροβολεί στον αέρα. Μου έχει αδειάσει δυό γεμιστήρες από τότε που ανέβηκε. θα μας την πέσουν οι βούλγαροι καμιά μέρα από απέναντι. Πιστεύω εσύ να είσαι πιο υπομονετικός και δυνατός. Θα έχεις δύο φυλάκια να επιβλέπεις, την ‘προωθημένη παπαδοπούλα’ και την ‘οπίσθια παπαδοπούλα’. Τα επανδρώνουμε κυρίως με πομάκους. Δεν θα έχεις πρόβλημα με αυτούς, παρά μόνο με τις άλλες συνθήκες που επικρατούν εκεί. Δεν θέλω να σε τρομάξω, αλλά μην διστάσεις να επικοινωνήσεις με μένα ή τον διοικητή, για οποιοδήποτε λόγο και στην ανάγκη, όποτε θέλεις, θα σε κατεβάσω.
  Είπε και σαν να του έφυγε ένα μεγάλο βάρος. Έκατσε  καλύτερα στην πολυθρόνα του, ρουφώντας μια γερή τζούρα από τον καπνό του και φυσώντας τον πάλι έξω....
- Αυτά...
- Νομίζω κύριε λοχαγέ, οτι μπορώ να τα καταφέρω. Είπα, προσπαθώντας να τον καθησυχάσω. Δεν νομίζω να έχω πρόβλημα.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και έριξε μια ματιά στην τηλεόραση. Ίσως και να μην του γέμιζα το μάτι, αλλά τι να κάνει, εμένα είχε.
- Στον λόχο μας ανήκει και το ‘οχυρό του Ρούπελ’(συνέχισε). Το στολίδι μας. Θα περάσεις από ‘κει ανεβαίνοντας. Ιστορικό μέρος.

Ακουμπάω την κούπα στο γραφείο, για να δείξω οτι τελείωσα το τσάι μου και οτι θα ήθελα να αποσυρθώ.
- Το δωμάτιο είναι μικρό, θα ζεσταθεί γρήγορα (με παρηγόρησε).
- Καλό βράδυ, κύριε λοχαγέ.
- Καλό βράδυ, κύριε Κώστα. Θα τα πούμε το πρωί.

26


                                                            
 Η υποψία σόμπας, έδωσε μεγάλη μάχη να ανταποκριθεί, στον ρόλο της κατασκευής της.
  
Κουκουλωμένο με τρεις κουβέρτες, ντυμένο με ότι ρούχο είχα και με τις αρβύλες φορεμένες, με βρήκε το άλλο πρωί και το επόμενο.  Είμαι εδώ σχεδόν τρεις μέρες και μου φαίνονται, μήνες. Έχει παγώσει και η επιθυμία μου ακόμα, να ακούσω λίγη μουσική, να ζεσταθεί η ψυχή μου. Ευτυχώς σήμερα, έχει  αρκετά ζεστή μέρα, με άφθονο ήλιο. Εξαιρετική βοήθεια για να λιώσουν πιο γρήγορα  τα χιόνια. Όπως μαθαίνω, έφτασε η μέρα που θα φύγω για πάνω.
Έτσι και έγινε. 11 η ώρα θα ήταν που ξαναεμφανίστηκε το stayer  για να ολοκληρώσει το δρομολόγιό  του. Ξανά κι εγώ στον δρόμο για το φυλάκιο. Αυτή τη φορά η διαδρομή είναι λίγο πιο ανατριχιαστική, αφού δεξιά και αριστερά και επανειλημμένα, υπάρχουν ταμπέλες που προειδοποιούν για την ύπαρξη ναρκοπεδίων. Θεέ μου είναι παντού.


Λίγο αργότερα, βρισκόμαστε στο φυλάκιο του ‘Οχυρού’. Γυρνάω και χαζεύω το μέρος. Έχει ελικοδρόμιο, τεράστιο πάρκινγκ, γιατί έρχονται επισκέπτες με πούλμαν, μνημείο πεσόντων  και ένα σπιτάκι, σαν μουσείο των γεγονότων που έλαβαν χώρα εδώ. Μέσα στο φυλάκιο, χλιδή. Κρεβάτια κανονικά, ξύλινα, όχι στρατιωτικά. Τζάκι, έγχρωμη τηλεόραση, πρέπει να είδα και ένα videoplayer  εκεί. Κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη, καλοριφέρ!! και καλοριφέρ!!
Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό, πως θα βρω τα ίδια και στο δικό μου, ή έστω τα μισά.

Αφήνουμε πίσω το αστέρι των φυλακίων και συνεχίζουμε, ανεβαίνοντας κι άλλο το βουνό.
Το τοπίο δεν αλλάζει. Όλο και πιο πολλά δέντρα, όλο και πιο πολλά ναρκοπέδια. Σε μια στροφή εμφανίζεται ταπεινό, το φυλάκιο της ‘προωθημένης’. Το φορτηγό σταματάει και εγώ κατεβαίνω μαγεμένος από την τοποθεσία. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Νομίζεις πως, όλα τα βαλκάνια είναι κάτω από τα πόδια σου. Το πρώτο που μαγεύει κοιτώντας νότια, είναι ο κάμπος των Σερρών και ακριβώς από  κάτω μας,  η λίμνη Κερκίνη. Δυτικά, η κορυφογραμμή συνεχίζει να ανεβαίνει, με την ψηλότερη κορυφή, να στέκει επιβλητική από πάνω. Βόρεια, κάνει την εμφάνισή του το βουλγάρικο φυλάκιο, ενώ το μάτι γεμίζει από τα βουλγάρικα χωριά, που είναι διάσπαρτα στον ορίζοντα.  Ανατολικά τώρα, φαίνεται πρώτο το ‘Οχυρό’ και μετά, τα τελευταία ελληνικά χωριά πριν τα σύνορα, ο  ποταμός Στρυμώνας και ο Προμαχώνας. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μου,  στη κυριολεξία, βρίσκεται το 'όρυγμα του Μεταξά'. Πραγματικά τώρα, τίποτα δεν πρόκειται να με τρομάξει.

   Ο προηγούμενος αρχιφύλακας, (αυτός ο σαλταρισμένος ντε!),  δεν βλέπει την ώρα να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και μου παραδίδει άρων άρων το φυλάκιο, ενώ αμέσως μετά, πηδάει μέσα στο stayer.
Οι φαντάροι, έξι τον αριθμό και πομάκοι, (όπως προείπαμε), όλοι μικροκαμωμένοι, με υποδέχτηκαν πολύ ζεστά, μάλλον ανακουφισμένοι που ξεφορτώθηκαν τον άλλον.
Το φυλάκιο, αρκετά μεγάλο για όλους μας. Μπαίνοντας και δεξιά, το δωμάτιό μου, συμπαθητικό. Μετά η μικρή κουζίνα με τον ξυλόφουρνο και ένα ρημάδι ψυγείο. Μπαίνουμε στον θάλαμο. Μια τεράστια ξυλόσομπα από μαντεμένιο βαρέλι, ζεσταίνει ικανοποιητικά τον χώρο, που έχει πολύ περισσότερα κρεβάτια, από όσα χρειάζονται, ενώ μια πετρελαιογεννήτρια έξω, δίνει με μεγάλη προσπάθεια το ρεύμα της, ώστε να δουλέψει μια τηλεόραση  και  μια λάμπα το βράδυ. Νερό δεν υπάρχει. Την δουλειά αυτή την έχει αναλάβει μια υδροφόρα τρέιλερ, που είναι μονίμως παρκαρισμένη έξω από το φυλάκιο. Τουαλέτα, μια κατασκευή εκτός του φυλακίου, πάνω από ένα σκαμμένο τετραγωνικό μέτρο εδάφους. Ρε που το ξανασυνάντησα αυτό....
Τίποτα δεν πρόκειται να με χαλάσει. Δεν με παίρνετε ποτέ από δω πάνω.


                                                                           27


                                                            
       Η γνωριμία με τους φαντάρους του φυλακίου, είχε ενδιαφέρον.

Ονόματα όπως, Εργήν, Μελή, Χασάν, Ισμαήλ, Αχμέτ, Αλή (ήθελε να τον φωνάζουμε Σάκη), έδιναν μια εξωτική πινελιά στην συμβίωσή μου μαζί τους. Παιδιά φτωχών οικογενειών τα περισσότερα, από χωριά της Ξάνθης και της Κοζάνης, που εργάζονταν κυρίως στην καπνοπαραγωγή.
Πολλές ιστορίες για την καθημερινότητα τους στην πολιτική τους ζωή που με ξάφνιαζαν,
θα είχα την ευκαιρία να ακούω τα επόμενα βράδια του χειμώνα, γύρω από την φωτιά.
Είναι σαν να βρίσκονται χρόνια πίσω από εμάς τους Έλληνες.
Όλη την μέρα ακούμε στο ραδιόφωνο, τραγούδια τούρκικα, που πολλά από αυτά είναι διασκευές  γνωστών ελληνικών λαϊκων επιτυχιών.
Εκτός από την αλληλογραφία που συνεχίζω να έχω με συγγενείς και φίλους, ευτυχώς έχουμε και τηλέφωνο, που ώρες ώρες παίρνει φωτιά.
Κάποιες, πολλά υποσχόμενες γυναικείες φωνές μας καλούν για να γλυκάνουν λίγο την ψυχή μας, αλλά και την δική τους. Παντρεμένες, όπως μου είπαν τα παιδιά, με ονόματα όπως
Σούλα, Τούλα, Κούλα, Βούλα… (καλά, συνεννοημένες ήταν;)…έψαχναν μια διέξοδο στα προβλήματά τους. Φήμες λένε πως κάποιες από αυτές, επισκέφτηκαν βράδι, άλλο φυλάκιο και έγινε το σώσε.

Το δεύτερο φυλάκιο για το οποίο ήμουν υπεύθυνος, ήταν κανα μισάωρο με τα πόδια. Πήγαινα κάθε δυο με τρεις μέρες για έλεγχο (βόλτα). Τρία άτομα η δύναμή του, πομάκοι και αυτοί. Το ιδιαίτερο με αυτούς ήταν ότι είχαν δυο άλογα να φροντίζουν, ο Τάκης (το άσπρο) και ο Μάκης (το καφέ). Στην πρώτη μου επίσκεψη, φυσικά και δοκίμασα να καβαλήσω το ένα.
Τα είχαμε μπροστά από το φυλάκιο και ήθελα να κάνω το γύρο. Με το που πέρασα την πρώτη γωνία και το άλογο έχασε την οπτική επαφή με το άλλο, άρχισε να τρέχει ξέφρενα. Προσπαθώ να κρατηθώ γερά, όταν με περνάει κάτω από ένα καλώδιο, τόσο χαμηλό όσο να μου έρθει στο ύψος του λαιμού μου. Ενστικτωδώς γέρνω δεξιά στα πλευρά του, σαν κάτι ινδιάνους που το κάνουν αυτό και ξαναγύρισα πίσω, αποφεύγοντας το καλώδιο. Η τρελή πορεία έληξε όταν το άλογο ξαναβρήκε τον φίλο του. Οι άλλοι γελάγανε, γιατί το ήξεραν πως θα γίνει αυτό.
Ιστορίες άγριας δύσης σε βουνό των Σερρών.

Τίποτα δεν συγκρίνεται όμως, με καφεδάκι έξω από το φυλάκιο μου, με θέα την Κερκίνη.
Πολλές φορές ακούμε ήχους από το δάσος κάτω από τα πόδια μας. Ανάλογα την ώρα καταλαβαίνουμε από τι είναι. Νωρίς το πρωί, νεροβούβαλοι περιδιαβαίνουν στα ρηχά της λίμνης, ενώ αργά το απόγευμα, αγριογούρουνα θα ακούσεις να τρέχουν, σπάζοντας κλαδιά στο πέρασμά τους.
Κάποιες μέρες, σύννεφα απλώνονται και σκεπάζουν την λίμνη και τα χωριά και νιώθεις πως θα περπατήσεις πάνω τους.

Ξαναπιάνει ο χιονιάς. Οι ηλιόλουστες μέρες μας χαιρετούν. Ξανά όλα, μες το χιόνι.
Και όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Βρισκόμουν στο άλλο φυλάκιο, μαζί με τον Ισμαήλ όταν ξέσπασε η χιονοθύελλα. Μέχρι να κάνουμε τα πρώτα μέτρα επιστροφής, το χιόνι είχε φτάσει  το μισό μέτρο.
 Ο παγωμένος αέρας κρυστάλλωνε τα μαλλιά μας και τα φρύδια μας. Η κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική. Κάποια στιγμή ο Ισμαήλ δεν άντεξε και έπεσε, δεν μπορούσε να συνεχίσει. Έτσι μικροκαμωμένος και αδύναμος που ήταν, τον άρπαξα και τον φορτώθηκα στην πλάτη. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω πως κατάφερα και τον πήγα μέχρι το φυλάκιο.
Σε όλο αυτόν τον χαμό, χαλάει και η γεννήτρια και μένουμε δίχως ρεύμα, ενώ το νερό στην υδροφόρα, την παλεύει πολύ να μην παγώσει. Το λούσιμο εκεί πλέον, είναι σαν να σου τρυπάει κάποιος, το κρανίο με δράπανο. Πρωϊνή αναφορά θερμοκρασίας…. -13 βαθμοί.
Καντηλάκια από κουτάκια του καφέ με λάδι και κωλόχαρτο για φυτίλι, μας φωτίζουν τώρα στα βράδια μας, ενώ θα τελειώσουν και οι προμήθειες, αν δεν θα μπορεί να έρθει το φορτηγό τις επόμενες μέρες. Τέλεια!

                                                                           28

                                Λύση υπάρχει……και έχει... οχτώ πόδια!

Η διαταγή του λοχαγού, δεν σήκωνε αντίρρηση.
  - Αρχιφύλακα. Πάρε τα άλογα και τρεις φαντάρους και κατέβα στο Οχυρό. Δεν βλέπω να ανοίγει ο δρόμος, μέσα στην εβδομάδα. Ξεκίνα και πάρε με από εκεί, όταν φτάσεις.
Κλείνω το τηλέφωνο και κοιτώ τους άλλους.
  - Θα πάμε με τα άλογα στο Οχυρό....έχει ξαναγίνει;
  - Έχουμε ακούσει οτι έχει ξαναγίνει....κάποτε.
Ανάμικτα τα συναισθήματα. Ευτυχώς είχε καλή σχετικά μέρα. Πήρα τηλέφωνο να φέρουν τα ζώα από το άλλο φυλάκιο και ζήτησα εθελοντές. Όλοι ήθελαν να το κάνουν, οπότε επέλεξα τους πιο δυνατούς.
Τα άλογα έφτασαν και ξεκινήσαμε. Τα πόδια των αλόγων χώνονται βαθιά μέσα στο χιόνι και παρόλο που έχουμε κατηφόρα μπροστά μας, δεν πάμε και πολύ γρήγορα. Όταν μπορούσαμε, καβαλάγαμε οι δύο, για να αλλάξουμε λίγο μετά, με τους άλλους δύο. Το πήραμε στον χαβαλέ και δεν καταλάβαμε πότε πέρασαν, δύο περίπου ώρες και φτάσαμε στο Οχυρό.
Γρήγορα γρήγορα, φορτώσαμε, να μην χάνουμε χρόνο, καθώς τώρα θα είχαμε ανηφόρα και έπρεπε να προλάβουμε και την δύση του ήλιου. Ενημέρωσα και τον λοχαγό και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς τα άλογα τώρα ήταν φορτωμένα, δεν υπήρχε περίπτωση να τα καβαλήσουμε. Μετά από μια υπερπροσπάθεια τριών περίπου ωρών, είμαστε στο ζεστό φυλάκιο με μια κούπα καυτό καφέ στο χέρι.   

Έφτασε Δεκέμβριος. Χριστούγεννα. Γιορτές στο φυλάκιο. Υπάρχει μια υποψία κατάθλιψης, αλλά τη ξεπερνάμε με χαρτιά και τάβλι. Η γεννήτρια ακόμα χαλασμένη. Μόλις φτιάξει λίγο ο καιρός, θα μας φέρουν λέει φωτοβολταϊκό. Μετά μια εβδομάδα, υποδεχόμαστε το 1990. Χαζεύουμε τα βεγγαλικά που ρίχνουν στα χωριά της Βουλγαρίας και στα δικά μας. Ο ουρανός χρωματίζεται και εμείς έχουμε την καλύτερη θέση.

Σαν κάτι να ξεμπλοκάρισε και περνάνε οι μέρες και οι εβδομάδες και οι μήνες και εγώ βρίσκομαι ακόμα πιο κοντά στο πολυπόθητο χαρτί-εισιτήριο για το σπίτι μου, την υπόλοιπη ζωή μου, το άγνωστο.
Και έφτασε Ιούνιος για να έρθει τηλέφωνο από τον ίδιο τον διοικητή μου.
  - Τι γίνεται κύριε Μπουραζάνη, δεν θα κατέβεις ποτέ από εκεί πάνω;
  - Γιατί κύριε διοκητά, μια χαρά είμαι εδώ. Θα κατέβω όταν απολυθώ.
  - Και εγώ λέω, την άλλη εβδομάδα, να σου στείλω αντικαταστάτη. Αυτό είναι διαταγή.

Ήρθε λοιπόν ο καιρός, να πακετάρω για τελευταία φορά. Άφησα το φυλάκιο με μεγάλη στεναχώρια. Ήταν οι καλύτεροι οκτώ μήνες στην θητεία μου.

Στο γραφείο του διοικητή, έφτασα, για να μου ανακοινώσει οτι μου δίνει τέσσερεις μέρες τιμητική άδεια, για τις υπηρεσίες μου στο φυλάκιο. Επέλεξα να τις εξαργυρώσω, πηγαίνοντας στο χωριό μου, την Κορμίστα αντί στην Αθήνα, για να μην χάσω μέρες στο ταξίδι και επειδή έμαθα, οτι θα έβρισκα εκεί και τα  ξαδέλφια μου, που είχαν πάει για διακοπές.
Μην χάνοντας χρόνο, φτάνοντας εκεί, τους πήρα και πήγαμε και μια εκδρομή στη Θάσο.
Αναμνήσεις ξυπνάνε πάλι στο σπίτι αυτό του παππού, που κάποτε στέγαζε τον φούρνο του χωριού. Η ξύλινη σκάλα τρίζει, σε κάθε σκαλί της, επαναλαμβάνοντας μια παλιά μελωδία.
Τέσσερεις μέρες χαλάρωσης και αγωνίας ταυτόχρονα, γιατί νοιώθω σαν να πρόκειται να ανοίξει μια βαριά πόρτα μπροστά μου, σε λίγες μέρες και με αφήσουν ελεύθερο να τρέξω, με τα χέρια ανοιχτά, σαν να θέλω να πιάσω κάθε στιγμή και εικόνα που περνά από μπροστά μου.
Σαν να θέλω να ζήσω.

29



                                                                        

                                                                     


                   Το τρένο, μετράει ανάποδα τους σταθμούς για την Αθήνα.          

Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη…
Με το χαρτί στο χέρι , αποχαιρετώ την λίμνη, το βουνό, τους ανθρώπους και τις εικόνες , με την υπόσχεση να επιστρέψω κάποτε, έστω σαν επισκέπτης.
Πλαταμώνας, Λάρισα, Βελεστίνο, Λαμία…
Ένας κύκλος κλείνει, ένας νέος ανοίγει. Μοιάζει απίστευτο τώρα, πως πέρασαν δύο χρόνια.
Θήβα, Οινόη, Άγιος Στέφανος, Αθήνα.
Πατάω το πόδι μου στην άσφαλτο της Λιοσίων και νοιώθω σαν τον θαλασσοδαρμένο ναυαγό, που πατάει στεριά μετά από χρόνια. Βαθειά ανάσα, σαν να μου έλειψε το καυσαέριο της πόλης. Βήματα γοργά για να φτάσω στο λεωφορείο που θα με πάει σπίτι.
Πεδίον Άρεως, Αμπελόκηποι, Αγία Παρασκευή…
Χαζεύω από το τζάμι και βλέπω καινούργια κτήρια, μαγαζιά έχουν αλλάξει, άλλα έχουν κλείσει, άλλα είναι λες και δεν τα ακούμπησε καθόλου ο χρόνος.
Το ίδιο και η γειτονιά μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σκέφτομαι πως είμαι τυχερός που μένω εδώ στην εξοχή, μακριά από την φασαρία του κέντρου.

Νέα μέρα ξημερώνει. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Μάζεψα τις οικονομίες μου και πάλι πίσω στην Αθήνα. Ομόνοια και γυρνώ στα μαγαζιά με τα μουσικά όργανα. Όλα κλειστά. Σάββατο πρωί και είναι κλειστά; Τι γίνεται; Κατέβηκα να αγοράσω μπάσο και είναι όλα κλειστά; Την τύχη μου μέσα. Στο  Μοναστηράκι θα είναι ανοιχτά σκέφτηκα, αλλά ταυτόχρονα αναρωτήθηκα…μήπως δεν πρέπει να γίνει σήμερα; Τέλος πάντων πήγα σε ένα μαγαζί που ήξερα, αλλά είχε κάτι ‘κουπιά με χορδές’, οπότε το άφησα προς το παρόν.
Απογοητευμένος γύρισα σπίτι. Δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα πίσω μου και χτύπα το τηλέφωνο. Ήταν ο Χρήστος.
   -   Έλα ρε ψάρακλα. Απολύθηκες επιτέλους;
   -    Ναι ρε συ. Χτές.
   -    Τώρα φεύγω εγώ. Σε τρείς εβδομάδες. Οπότε κανόνισε να πάμε κανένα νησί πριν φύγω.
   -    Μα…
   -    Δεν έχει μα. Πάμε Ίο. Ετοιμάσου.
Δεν μπορούσα να πω όχι, αφού και αυτός έκανε το ίδιο για μένα πριν παρουσιαστώ.
Όπως καταλαβαίνεις, τα χρήματα που ήταν για το τετράχορδο όνειρο, επενδύθηκαν σε ποτά, κορίτσια και άλλες ροκ καταστάσεις.

Και τώρα, τι γίνεται; Ο Χρήστος έφυγε. Πες πως πήραμε παράταση, ως προς την απόκτηση του μουσικού οργάνου. Ναι, αλλά πρέπει να ξαναμαζέψουμε φράγκα. Οπότε; Δουλειααά!

Πήγα σε ένα πρατήριο ποτών, να βοηθάω στην διανομή για τα μαγαζιά. Που σημαίνει, εγερτήριο στις τέσσερεις τα χαραμάτα και φόρτωμα ξεφόρτωμα, κάσες μπύρες, αναψυκτικά, νερά, για ένα πεντοχίλιαρο την εβδομάδα. Αν σκεφτείς οτι τότε για να πάρεις ένα όργανο της προκοπής, έπρεπε να δώσεις 80 με 100 χιλιάρικα το λιγότερο, θα έπρεπε να κουβαλήσω πολλά κασόνια μπύρες.
Εν τω μεταξύ, οι δικοί μου, βάλθηκαν να με βάλουν σε μια τεχνική σχολή, για να θυμηθώ λέει αυτά που έκανα στο λύκειο. Όχι άλλα θρανία βρε παιδιά! Και το παράλογο της υποθέσεως;   Η σχολή ήταν στην Ομόνοια, πάνω από ένα μαγαζί με κιθάρες!!! Ξεροστάλιαζα μισή ώρα στην βιτρίνα, κάθε μέρα που περνούσα απ΄ έξω, πριν το μάθημα.

Μήπως όμως… όλα γίνονται για κάποιο λόγο;



                                                                          30


                           Τα μαθήματα στην σχολή ήταν απογευματινά.

Δουλειά το πρωί και μετά εκεί, για να πάρω στο τέλος ένα χαρτί, ισάξιο με αυτό που είχα από το τεχνικό λύκειο. Βαρεμάρα. Ευτυχώς ερχόταν και ένας ξάδελφος και είχα παρέα. Τα υπόλοιπα παιδιά, από διάφορα μέρη του νομού Αττικής, ανάμεσά τους και ο Γιάννης από Νίκαια. Ροκ εμφάνιση, μακριά μαλλιά, δεν γινόταν να μην γνωριστούμε.
Μπασίστας! Και όμως ναι! Έπαιζε τζάζ με κάποιο σχήμα. Του μίλησα για τον διακαή μου πόθο.
  -   Ρε συ Κώστα… Έχω ένα μπάσο για πούλημα. Μήπως…;
  -   Τι, πως, που; Λέγε τι;
  -   Να, έχω ένα που θέλω να το δώσω. Είναι σε καλή κατάσταση. Θέλω να πάρω ένα καλύτερο.
Και έτσι, από το πουθενά, βρέθηκα με ένα Aria Pro II (the cat bass series) λευκό, να επιστρέφω σπίτι ένα βράδυ. Με 30 χιλιάρικα και απίστευτες ευκολίες στην πληρωμή, το έκανα δικό μου.
Ατελείωτες ώρες μελέτης, ακολούθησαν με την βοήθεια και ενός βιβλίου-μέθοδο για ροκ μπάσο, των αδελφών Σπυρόπουλων ( Σπυριδούλα/Π.Σιδηρόπουλος). Τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό. Ούτε το φαγητό, ούτε ο ύπνος.  Καπάκι μετά την δουλεία, με τα βρώμικα ρούχα, έπεφτα πάνω στο όργανο, για να το μάθω όσο καλύτερα μπορούσα.


Δεν άργησε και ο καιρός, που ένας φίλος, ο Σπύρος ο χάρος με τ΄όνομα, έφτιαχνε πανκ συγκρότημα και έψαχνε μπασίστα. Ο Σπύρος, φιλαράκι καλό, αδύνατος με μακριά ίσια μαύρα μαλλιά, φορούσε πάντα μαύρα στενά ρούχα και καβάλαγε ως τώρα ένα μαύρο παπί. Πώς να μην τον φωνάζεις χάρο. Ήθελε να παίξει ντραμς, οπότε βρήκε κιθαρίστα και τραγουδιστή και μου πρότεινε την θέση του μπάσου. Φαινόταν εύκολο το εγχείρημα, αλλά δεν ήταν.
Πηγαίναμε Νέα Σμύρνη, για πρόβες σε στούντιο, αφού πρώτα βρίσκαμε τους άλλους σε μαγαζί στην Καλλιθέα. Το καφέ της Μαρίας. Δίπλα στον σταθμό του ηλεκτρικού. Ηλεκτρονικά παιχνίδια κάτω και στο πατάρι, έλαβαν χώρα οι συναντήσεις, τα σχέδια, τα όνειρα. Ονομάσαμε το σχήμα, Panic Shelter, μετά από δική μου πρόταση.
Στο προβάδικο δεν γινόταν καμιά σοβαρή δουλειά. Ακόμα και τρία ακόρντα, γίνονταν το πιο δύσκολο πράγμα. Τι στο διάολο, πανκ πάμε να παίξουμε και δεν μας βγαίνει; Ο Σπύρος ζορίζονταν να παίξει έναν ίσιο ρυθμό, ο κιθαρίστας, μεταλάς φλύαρος και άγαρμπος, ο τραγουδιστής γκάριζε και εγώ προσπαθούσα ακόμα να βρω τι μου γίνεται. Φυσικό ήταν να μην πετύχει η συνταγή.

Επόμενη προσπάθεια, με τον ξάδελφο Κώστα ή John όπως τον βάφτισε ο Μιχάλης που είχε την Rumor στην Παλλήνη, το καθημερινό μας στέκι, γιατί όπως έλεγε, έφερνε λίγο του Lennon. Ο John λοιπόν βρήκε τον Νίκο, ένα παιδί που έμενε κοντά μας και ήξερε λίγη κιθάρα. Κλασικός ροκάς, φευγάτος, με μια τρέλα στα μάτια του, μαζί με την κιθάρα του,
 μας έφερε και τα ακούσματά του. Manfred Mann, Lynyrd Skynyrd, EloyEloy; Δοξάζω τον θεό  της μουσικής, που αυτός ο άνθρωπος, μου έμαθε αυτό το συγκρότημα. Τέλος, επιστρατεύσαμε και τον Θωμά, έναν άλλο καλό φίλο και γείτονα, να βάλει την φωνή του. Φανατικός των Helloween και των συναφών με υψηλά φωνητικά, θα έδινε ένα άλλο ύφος σε αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Προοδευτικό ψυχεδελικό ροκ, με αγγλικό στίχο.
Ο τρόπος που γράφαμε τα κομμάτια ήταν, νομίζω μοναδικός. Ο Κώστας έφερνε τους στίχους, που ήταν στην ουσία, πεζά κείμενα στα ελληνικά. Τα έπαιρνε ο Νίκος και τα πήγαινε στον πατέρα του να τα μεταφράζει σε αγγλικά. (δεν κατάλαβα γιατί το κάναμε αυτό, αφού και εμείς ξέραμε καλά την αγγλικήν). Μετά τα έπαιρνα εγώ και τα μετέτρεπα σε στίχους. Τα έκοβα και τα έραβα, για να έχουν ρίμα και μέτρο. Έπειτα κάναμε  και την μουσική.
 Ονομάσαμε το... πείραμα ORAMA.




                                                                              31


                                                                


                                     Ένα Όραμα, που δεν ήταν γραφτό να αντέξει.

Εκτός του ότι, δεν είχαμε ντράμς και ο Κώστας αναγκαστικά έπαιζε με τους ήχους από ένα αρμόνιο, εκτός του ότι, δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε συχνά σε προβάδικο, εκτός του ότι, ο Θωμάς έφυγε για φαντάρος, ήρθε μια μέρα ο Νίκος και μου πρότεινε να πάμε σε ένα συγκρότημα που είχε ένας φίλος του, στην Ραφήνα.
  -  Πάμε θα είναι γαμώ. Τα ξέρω τα παιδιά, καλή φάση.
  -  Άσε ρε Νικόλα τώρα, να δούμε τι θα κάνουμε εδώ.
  -  Έλα ρε πάμε. Έλα να δεις μόνο.
  -  Ε... και τι παίζουν αυτοί ρε συ;
  -  Ροκ ρε... με ελληνικό στίχο. Γουστάρω!
  -  ...ελληνικό στίχο;

Αν και η μπάντα που θα φτιάχναμε με τον Χρήστο, θα είχε ελληνικό στίχο, τώρα δεν θα ήθελα να μπλέξω σε κάτι τέτοιο. Κάνοντας αγγαρεία, πήγα με τον Νίκο ένα απόγευμα στο στούντιο των παιδιών. Στην τελική, θα μπορούσα να πω και... ‘όχι ευχαριστώ’.

Κατεβαίναμε τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο πολυκατοικίας. Σκοτάδια στην αρχή, στον απέραντο χώρο, ενώ ήχοι από κιθάρα που κουρδίζεται και ντραμς που ζεσταίνεται δυναμώνουν σιγά σιγά, όσο πλησιάζουμε στο δωμάτιο που γίνονται όλα.
Άνοιξε η πόρτα και μας υποδέχθηκε θερμά ο Αδριανός. Σγουρομάλλης μελαχρινός, σαν να ζεπήδησε από εξώφυλλο δίσκου βινυλίου του Frank Zappa, με μια Ibanez κιθάρα στα χέρια. Δεξιά στα τύμπανα, καθόταν ο Μαυρίκος. Ένα κατάξανθο πιτσιρίκι, με αθώο βλέμμα. Σε κάποια γωνία, μάζευε κάτι καλώδια ο Μιχάλης και έστηνε μικρόφωνα. Έγιναν οι συστάσεις και σε λίγο καταφτάνει και ο Ιωσήφ, με το συνθεσάιζερ στα χέρια.
Δεν μου φάνηκαν τελείως άγνωστες οι φάτσες. Κάπου τους έχω πετύχει.


Η μυρωδιά τσιγάρου και μπύρας δύσκολα φεύγει από τον χώρο που είναι επενδυμένος με αυγοθήκες για ηχοαπορρόφηση. Ένα μπάσο στέκεται σε μια άκρη και με καλεί να τζαμάρω με τα παιδιά. Μετά από λίγη ώρα κάτι συμβαίνει. Αρχίζω και γουστάρω επικίνδυνα. Τα δάκτυλα του Αδριανού, χαϊδεύουν όλη τη ταστιέρα βγάζοντας ήχους μοναδικούς. Το άτομο έχει τη δική του μαγεία στο παίξιμο. Άλλωστε, δεν φτιάχνει πρώτη φορά συγκρότημα και το ‘χει σπουδάσει το αντικείμενο. Οι στίχοι του, με την φωνή του Μιχάλη,(που θυμίζει έντονα μίξη Παπακωνσταντίνου και Πανούση) φαντάζουν πρωτόγνωροι. Ο Μαυρίκος, αν και αυτοδίδακτος, κοπανάει τα δέρματα δυνατά, αλλά σαν και μένα, θέλει δουλειά ακόμη. Ο Νίκος πρέπει να προσπαθήσει πολύ, να συνοδεύσει την πρώτη κιθάρα. Τα πλήκτρα γεμίζουν τον ήχο διακριτικά.
Κάτι υπάρχει εδώ. Κάτι μοναδικό. Κάτι, που δεν το ακούμε συχνά. Και ο μαέστρος όλου αυτού... ο Αδριανός.      

Παύση για τσιγάρο και μπύρα. Σίγουρα δεν είμαι τώρα, όπως ήμουν όταν μπήκα.
Τα παιδιά είναι  φίλοι μεταξύ τους και το γουστάρουν αυτό που κάνουν.
Θα ήθελα να μπώ και εγώ, σε αυτή την παρέα. Ένα κανονικό συγκρότημα.

Μετά από καμιά ώρα ακόμα τζαμάρισμα, σε διάφορες διασκευές ξένων και ελληνικών ροκ κομματιών, η πρόβα πήρε τέλος. Συγκρατημένος, δεν έδειξα τον ενθουσιασμό μου από την εμπειρία. Στην πρόσκληση - ερώτηση, αν θέλω να ξαναπάω, έκανα σαν να το σκέφτηκα λίγο και είπα... εντάξει.
Το χαμόγελο φιόγκο στη επιστροφή στο σπίτι, και μια ικανοποίηση από όλο αυτό που έζησα.
Τα σημάδια οτι θα γίνει το όνειρο πραγματικότητα, είναι φανερά και τόσο χειροπιαστά, σαν τις στιβαρές χορδές του μπάσου, που πάλλονται, με ένα μόνο άγγιγμα, παράγοντας ήχο βαθύ, που σε χτυπά, στο στομάχι αλλά και στην καρδιά.


                                                                  32

                           Δεν αργήσαμε να ξανασυναντηθούμε στο προβάδικο.

Σιγά σιγά, ψάχναμε τον εαυτό μας και τι μπορούμε να κάνουμε. Οι ιδέες πολλές,
κυρίως από τον Αδριανό που ήταν χείμαρρος  έμπνευσης. Πότε με μπαλάντες ή δυνατά ροκ κομμάτια, πότε με φάνκυ ή ρέγκε διάθεση, αναζητούσαμε τον μουσικό δρόμο της μπάντας.
Ήταν ένα μεγάλο σχολείο για μένα και ρουφούσα σαν σφουγγάρι την μουσική γνώση.
Τελικά μαζέψαμε κάποια τραγούδια και με αυτά καταφέραμε να βγούμε σε κάποιες
 ζωντανές εμφανίσεις, για να δοκιμαστούμε και εκεί.
Και το όνομα αυτού;
Ύστερα από πολλές προτάσεις από όλους, άλλοτε σοβαρές και άλλοτε αστείες, όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις και με μικρή αντίρρηση από τον Νίκο, πέρασε φυσικά η πρόταση του Αδριανού: ΕΚΤΟΣ ΜΑΧΗΣ. Ο Νίκος είχε πει το  θεικό:
- Σιγά μην το πούμε... 'εκτός και επί τα αυτά'!
Ήταν Οκτώβρης του 1992.

Λίγα χρόνια πριν, ενώ ήμουν στην τρίτη  γυμνασίου, γνώρισα ένα κορίτσι. Το έβλεπα κάθε μέρα, μέσα στο λεωφορείο, μετά το σχολείο. Ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια. Απλά κοιταζόμασταν στην αρχή και αργότερα λέγαμε και ένα γεια. Η Αννούλα. Λίγο μικρότερη από μένα, το ίδιο ντροπαλή με μένα, ήταν ευχάριστο να την βλέπω στο σχόλασμα.
 Μα κάποτε δεν την ξαναείδα.
Και μια μέρα, χρόνια μετά, όταν παίζαμε μουσική με τον Νίκο στην προηγούμενη μπάντα ΟΡΑΜΑ  και πήγα στο σπίτι του... ήταν εκεί. Σαν να σαστίσαμε και οι δύο, είπαμε ένα απλό γεια και τρύπωσα γρήγορα στο δωμάτιο του Νίκου.
    - 'Ρε συ...Τι κάνει εδώ η Άννα;'
    -'Ή αδελφή μου τι κάνει εδώ; Την ξέρεις;' απόρησε ο Νίκος.
    - 'Εμ....ναι... κάποτε...αδελφή σου;'
    - 'Άστο, δε σε παίρνει. Τα έχει με τον Κατή. Από μικρά είναι μαζί.'
    -  .....
Ο Δημήτρης Κατής, γνωστός τότε για το συγκρότημα που είχε τότε, τους Εξόριστους,
άκουσε κάποια στιγμή λίγη από την μουσική που φτιάχναμε με τον Νίκο τότε και καταλαβαίνοντας πως είμαστε στα πρώτα βήματα ακόμα, μας συμβούλεψε...
- Δουλειά, δουλειά!

Οι μέρες του Νίκου ήταν μετρημένες στο νέο συγκρότημα, καθώς δεν φαινόταν να τα καταφέρνει στην κιθάρα, λόγω ενός θέματος που είχε με το αλκοόλ και τις ουσίες. Σπάνια θα τον έβλεπες νηφάλιο. Ένας λόγος που τον πήρε στο συγκρότημα ο Αδριανός, ήταν μήπως και τον ξεκολλήσει απ' όλα αυτά. Μάταια όμως, ούτε η αγάπη που είχε για τη μουσική, ήταν δυνατή να τον κρατήσει μακριά. Αναγκαστικά τον διώξαμε από τους Εκτός Μάχης.
 Όπως μάθαμε λίγα χρόνια μετά, κατάφερε να φύγει από αυτή τη ζωή, από υπερβολική δόση.

Πάντα θα είναι κάπου μέσα στην σκέψη μου ο Νίκος, για την τρέλα που είχε στα μάτια και το χαμόγελο, αλλά και για τον άδικο χαμό του. Εγώ ξέρω πως έκανα ότι μπορούσα για να τον αποτρέψω από τον δρόμο που είχε πάρει, είτε με αυστηρότητα είτε με χαβαλέ, όσο ήταν νωρίς, αλλά κατάλαβα πως δεν είχε γυρισμό, όταν μου εμπιστεύτηκε οτι δοκίμασε να τρυπηθεί.
Ίσως τελικά να βρήκε αυτό που έψαχνε, έστω και έτσι.

                                                                            33



                                  Εν έτει 1992, φαντάζει μακρινό το 2012.

Σε κρεβάτι νοσοκομείου, κάπου στην μακρινή Αμερική, το κορίτσι δίνει για δεύτερη φορά την μάχη της ζωής του, ενάντια στην 'αρρώστια'.  Σπάνια περίπτωση είπαν...
Παραμονή πρωτοχρονιάς 2012 και κοιτάζει από το παράθυρο τον συννεφιασμένο ουρανό.
Οι σκέψεις μπερδεμένες στο μυαλό της, αναζητά την λύτρωση από τον πόνο.
Κλείνει τα μάτια και αφήνεται να παραδοθεί στο πεπρωμένο.
Το σώμα αιωρείται πάνω από το κρεβάτι, σηκώνεται και περπατά, χωρίς να πατά.
Περνάει μέσα από το τζάμι του παραθύρου και βγαίνει έξω στην φωτισμένη μεγαλούπολη.
Πετάει πάνω από ουρανοξύστες, φτωχογειτονιές, άστεγους...
Όλοι περιμένουν την αλλαγή του χρόνου.
Επιστρέφει πίσω στο δωμάτιο. Φωτίζεται τώρα. Πλησιάζει την μητέρα που κοιμάται στο προσκεφάλι της. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και της δίνει γλυκό φιλί. Στο διπλανό δωμάτιο, ο πατέρας και η μικρή αδελφή. Την αγκαλιάζει και της δίνει λίγο από το φως της, φιλά το χέρι του πατέρα και με ένα σάλτο, διαπερνά όλους τους ορόφους, μέχρι επάνω και βγαίνει πάλι έξω, στον καθαρό ουρανό που χρωματίζεται από τα πολύχρωμα βεγγαλικά της γιορτής.

Και εμείς εδώ πίσω, με την απέραντη θλίψη για τον άδικο χαμό του δεκαεννιάχρονου κοριτσιού, που δεν πρόλαβε να ερωτευτεί, δεν πρόλαβε να αγαπήσει, δεν πρόλαβε να ζήσει.
Μας άφησε όμως ένα ηχηρό μήνυμα, το αυτονόητο. ΖΗΣΕ ΤΩΡΑ.
Γεια σου μικρή μου ανιψιά. Το μήνυμα ελήφθη. Γεια σου Κατερινάκι.


                                     Κατερίνα. Το όνομα στοιχειώνει το πρόσωπο;

Άραγε, ισχύει; ή το έχει κάνει αυτό το μυαλό μου; Γίνεται από το όνομα και μόνο, να ξέρεις  αν το πρόσωπο αυτό, θα παίξει κάποιο ρόλο στην ζωή σου; ή ακούγοντας το όνομα, συνδυάζεις  έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει; ή είναι απλά μια σύμπτωση;

Κατερίνα, όπως ο εφηβικός ανώριμος έρωτας, που τελείωσε πριν αρχίσει.

Κατερίνα, όπως η ξαδέλφη, που βιάστηκε να χάσει την εφηβεία της για να κάνει οικογένεια. Όπως πολλά άλλα κορίτσια, λες και φοβούνται οτι δεν θα έχουν άλλες ευκαιρίες στην ζωή και αργότερα το μετανοιώνουν.

Κατερίνα, όπως η φίλη στα ξενύχτια με μπύρες και ποτά στο πεζοδρόμιο, που πάντα είχε την κατάλληλη συμβουλή να σου πει.

Κατερίνα, όπως η συνάδελφος, που με τα μεγάλα μάτια της, καταλαβαίνει αν δεν είσαι καλά. Που γελάς με τη χαρά της και συμπάσχεις με τα προβλήματά της.

Κατερίνα, όπως η ποδηλάτισσα, με την μεγάλη ψυχή, που θα σου συμπαρασταθεί, στην κούραση της ανηφόρας, στην απόλαυση του βουνού, αλλά και σε δυσκολίες της ζωής.

Κατερίνα, όπως η για 28 έτη σύντροφος που υπομένει όλες τις παραξενιές και ιδιοτροπίες. Είναι εκεί, στις καλές αλλά και στις κακές στιγμές.
Στα μικρά και μεγάλα ταξίδια. Στα δύσκολα και τα εύκολα.
Μήπως κάπως έτσι είναι η αγάπη;

Κατερίνα, όπως το αδικοχαμένο κορίτσι.

Για ψάξτε το. Μήπως έχετε και εσείς γύρω σας, άτομα με το ίδιο όνομα;


                                                                         34


                    Η ζωή φυσικά συνεχίζεται και οι Εκτός Μάχης είναι εδώ.

Καταλήψεις και φεστιβάλ στην αρχή και αργότερα σε μουσικές σκηνές ήταν το εφαλτήριό μας. 
Και δεν ξέρω πως, έφτασε στα αυτιά μου η είδηση, οτι ξεκινά να οργανώνεται το φεστιβάλ της Αγίας Παρασκευής, το φεστιβάλ που κάθε χρόνια παρακολουθώ, το φεστιβάλ, που πρέπει να χωθούμε και εμείς. Η πληροφορία έλεγε πως έπρεπε να βρω το πολιτιστικό κέντρο του δήμου. όπως και έγινε, κάπου ανεβαίνοντας την Αγίου Ιωάννου το βρήκα. Εκεί μου έδωσαν ένα τηλέφωνο να μιλήσω με κάποιον Σπύρο Λευκοφρύδη υπεύθυνο για όλα.
Πίσω στο σπίτι και αμέσως τηλεφωνώ. Μαθαίνω μέρα και ώρα συνάντησης με τον τύπο και με άλλα συγκροτήματα. Λίγες μέρες μετά, κάπου στο Χαλάνδρι, πολύ κοντά στο παλιό μου σχολείο και κάτω από ένα μαγαζί με ρούχα, είναι κρυμμένο το studio του Λευκοφρύδη.

Το όνομα κάτι μου έλεγε από την αρχή που το άκουσα, άλλα μόλις τον είδα, μου λύθηκε η απορία. Ήταν ο Σπύρος, ο τραγουδιστής των ΦΕΤΙΧ, που είχα δει παλιότερα σε κάποιο φεστιβάλ. Ήταν η πρώτη χρονιά, που το φεστιβάλ δεν θα γινόταν στο γήπεδο, αλλά στην πλατεία Αγ. Ιωάννου. Άλλο ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.

Δεν άργησε και η στιγμή που θέλαμε να ηχογραφήσουμε και κάτι σαν demo, μήπως και καταφέρουμε να ανοίξουμε πόρτες. Ένα τετρακάναλο κασετόφωνο ήταν αυτό που ξεπέρασε τα όριά του στα χέρια του Αδριανού και του Μιχάλη, ώστε να γράψουμε 6 κομμάτια στην κασέτα. 'Χρησμός', 'Κραυγή στο σκοτάδι', 'Του επαναστάτη', 'Θέατρο παραλόγου',
'Εκτός μάχης', και 'Τύψεις' ήταν τα κομμάτια, που ηχογραφήσαμε και αντιγράψαμε σε πολλές κασέτες RAKS, με το ασπρόμαυρο εξώφυλλο και  λογότυπο.
Κάπου μέσα στο εσώφυλλο αναφέρουμε οτι ηχογραφήθηκε στo... R.B.R.S. studio, που δεν ήταν άλλο από το δικό μας. Κατά γράμμα...Rafina Batirolle Recording Studio!!!
Οι κασέτες έφτασαν σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, μουσικές σκηνές, δισκάδικα, fanzine (ανεξάρτητα περιοδικά τέχνης). Οι πιο πολλές μάλλον παραπετάχθηκαν σε κάποιο συρτάρι, εκτός από μια που έπεσε στα σωστά χέρια.

Και τα χέρια αυτού;
Ο Δημήτρης Δημητράκας (ντράμερ στους Panx Romana και ΡΙΦΙΦΙ).
Ήταν αυτός που έβαλε το demo στην τότε ραδιοφωνική εκπομπή του, στον Rock FM, 'Rock'n'Roll Βοήθειες' και αναφέρθηκε με καλά σχόλια, τόσο για την μουσική μας, όσο και για την παραγωγή του demo.
Την μέρα που έγινε αυτό δεν θα την ξεχάσω, γιατί άκουγα την εκπομπή, χωρίς να έχω ιδέα και όταν μπήκε το κομμάτι, σχεδόν δεν το αναγνώρισα. Όταν συνειδητοποίησα,  οτι άκουγα το 'Εκτός Μάχης', τρελάθηκα.
Φυσικά χαρήκαμε πολύ και μας έδωσε κουράγιο αυτή η παρουσίαση και ακόμα πιο μεγάλη χαρά πήραμε, όταν ο Δημητράκας επικοινώνησε μαζί μας για μια συνάντηση. 
Τα σενάρια πολλά στο μυαλό μας, για το τι θα ειπωθεί, αλλά είχαμε ένα προαίσθημα.
Πάντως ότι και να ήταν , θα ήταν για καλό.
Η συνάντηση θα λάμβανε χώρα στο στούντιο. Είχαμε βάλει τα καλά μας, καθαρίσαμε το χώρο και ανυπομονούσαμε.

Ο επισκέπτης μας, έφτασε ένα απόγευμα του 1994 και τον καλωσορίσαμε στο προβάδικο.
Ήρθε με χαρούμενη διάθεση και λίγη περιέργεια να μας γνωρίσει από κοντά.
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, μπαίνουμε στο ψητό.
- 'Θέλω να μαζέψω νέα συγκροτήματα για την δεύτερη συλλογή 'Rock'n'Roll Βοήθειες'.
  Είστε μέσα;'
Μας ρώτησε με τόνο που έδειχνε οτι γνώριζε την απάντηση.
- 'Ε ναι, φυσικά, μέσα'. Απαντήσαμε σχεδόν με μια φωνή, περιμένοντας λεπτομέρειες.
- 'Έχω διαλέξει το τραγούδι που θέλω από το demo, μόνο που υπάρχει ένας μικρός όρος,
 αν θα συμφωνήσουμε'.
Κοιταχτήκαμε και περιμέναμε τη συνέχεια.
- 'Το κομμάτι είναι το 'Εκτός Μάχης', και δεν θα πρέπει να κυκλοφορήσει σε άλλον δίσκο σας, θα είναι αποκλειστικά για την συλλογή'.
Μας πήρε ένα λεπτό να το εμπεδώσουμε, αλλά ok, γιατί όχι;
- 'Επίσης, θα κάνουμε μερικές πρόβες μαζί, πριν μπούμε στο studio, για να τελειοποιήσουμε το κομμάτι'.
Φυσικά και συμφωνήσαμε και δεν βλέπaμε την ώρα, να πάμε για ηχογράφηση σε κανονικό studio. Άλλο ένα ταξίδι ξεκινά.
                                                               

                                                                               35

                               Η πρόκληση ήταν να μάθουμε να δουλεύουμε με μετρονόμο.

Σαν αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, δεν είχαμε φιλικές σχέσεις με την σταθερότητα στο παίξιμο. Οπότε ήταν αναγκαία η χρησιμοποίηση μετρονόμου στις πρόβες και για τη βελτίωσή μας αλλά και για μια προσομοίωση, του πως θα το κάνουμε και στο studio.
Το κομμάτι Εκτός Μάχης, είχε μια μικρή ιδιαιτερότητα. Είχε πολλά σόλα. Ήταν το ομώνυμό μας και είχε συναυλιακή διάθεση, άρα ήταν λογικό να έχει ο καθένας το δικό του μέρος.
Αυτή την αντίρρηση είχε μόνο στο τραγούδι ο Δημητράκας, καθώς ήταν λίγο πιο παραδοσιακός στις ενορχηστρώσεις, αλλά κατάλαβε οτι δεν γινόταν διαφορετικά.

Ήρθε η σειρά μας να μπούμε για την ηχογράφηση του κομματιού.
Το ραντεβού ήταν στο studio Praxis με ηχολήπτη τον Κώστα Παρίσση.
Η διαδικασία γνωστή για μας, αφού είχαμε κάνει το demo μόνοι μας, αλλά σε πιο υψηλό επίπεδο.
Πρώτα γράφονται τα τύμπανα με τους υπόλοιπους να συνοδεύουν και στη συνέχεια το μπάσο.
Μετά σειρά έχουν οι κιθάρες. Πρώτη, δεύτερη, σόλο, καθαρή. Μετά τα πλήκτρα και τέλος οι φωνές. Εδώ η δική μας δουλειά έχει τελειώσει. Μiξη από τον Κώστα Παρίσση και mastering και πάει μαζί με τα άλλα τραγούδια της συλλογής για να γίνει βινύλιο.

Η συνεργασία αυτή, μας άνοιξε την όρεξη να ξεκινήσουμε και τον δικό μας πρώτο δίσκο.
Η πρόταση έγινε και στον Δημητράκα να αναλάβει ως παραγωγός και στο studio για την ηχογράφηση. Φυσικά πήραμε ένα μεγάλο ok.

Επιστροφή στο προβάδικο, όπου μέσα από τη μεγάλη λίστα των τραγουδιών που παίζαμε, έπρεπε να διαλέξουμε ποιά θα έμπαιναν στο δίσκο. Μετά από πολλές προσθαφαιρέσεις και με τις συμβουλές του Δημητράκα, καταλήξαμε σε 10 τραγούδια που μας αντιπροσώπευαν.
Ξανά στο studio, για να κάνουμε την ίδια διαδικασία, αλλά επί 10.
Ο δίσκος θα έχει τίτλο 'Απόδραση' και έχει μέσα πολλές νέες προτάσεις για την εποχή και στιχουργικές και μουσικές. Φυσικά χάρη στον Αδριανό, που έκανε την κυρίως ενορχήστρωση και συγγραφή.
 Ακολουθεί αναμονή μέχρι να το πάρουμε στα χέρια μας.

Πρώτα κυκλοφόρησε η συλλογή 'Rock'n'Roll βοήθειεςΝο2' και αργότερα και ο δικός μας. Και τα δυο από την 'Wipe Out' records.
Η χαρά μας ήταν μεγάλη, κάθε φορά που έφτανε κάτι από αυτά στα χέρια μας. Πιο πολύ βέβαια με το δίσκο μας. Η ικανοποίηση όταν έβαζες το βινύλιο να παίξει στο σπίτι, δεν περιγράφεται.
Ακολούθησαν πολλές πρόβες και πολλές συναυλίες στην συνέχεια, κυρίως εντός Αττικής. Όμως οι στρατιωτικές υποχρεώσεις των άλλων παιδιών, θα μας κρατάγανε λίγο πίσω.
Το μισό 1995, ολόκληρο το 1996 και λίγο από το 1997, ήμασταν... εκτός μάχης.
Εγώ βρήκα ευκαιρία να γράψω δικές μου μουσικές, πράγματα που είχα αφήσει πίσω και ο Μιχάλης τραγούδαγε σε κάποια μαγαζιά με την κιθάρα του ή με την βοήθεια φίλων στο πιάνο, για το μεροκάματο.

Σάββατο 10 Μαΐου του 1997 έλεγε το ημερολόγιο, όταν ξαναβρεθήκαμε όλοι μαζί πάνω στην σκηνή. Και που αλλού θα ήταν καλύτερα, παρά σε μαγαζί εντός έδρας, στην Ραφήνα, στο Rockland που υπήρχε τότε στην πλατεία. Το κεφάλι του Μαυρίκιου ακόμα κουρεμένο, αφού όντως φρεσκοαπολυμένος  από το στρατό, δεν ήταν εμπόδιο στο να περάσουμε καλά, εμείς και όλοι οι φίλοι που ήρθαν να μας δουν και να μας υποδεχθούν ξανά πίσω, στη μάχη.


                                                                             36

   Με... συνοπτικές διαδικασίες, είμαστε πάλι ετοιμοπόλεμοι για νέες περιπέτειες.

Οι πρόβες καλά κρατούν, συναυλίες και στην επαρχία, πολλές γνωριμίες.
Μια εξ αυτών, ήταν, όταν προσέγγισαν τον Μιχάλη, σε κάποιο μαγαζί που τραγούδαγε ακόμα και έπεσε η πρόταση, να μας ηχογραφήσουν τον επόμενο δίσκο. Τζάμπα!!!
Ήταν η ομάδα του Άκη Γκολφίδη, που πρόσφατα έστησε την δική του δισκογραφική εταιρεία, την RIA music. ΄Εψαχναν για ένα νέο ροκ συγκρότημα με ελληνικό στίχο.
Μοναδικός όρος; Παίξτε ότι θέλετε, γράψτε ότι θέλετε, αλλά στην παραγωγή, μίξη, τελικό αποτέλεσμα δεν θα μπορείτε να επέμβετε.


Άκης Γκολφίδης. Δεν άκουγα πρώτη φορά αυτό το όνομα. Πολλές φορές είχε αναφερθεί σε αυτόν αλλά και στην γυναίκα του Ελένη Δήμου, ο θείος μου ο Λεωνίδας, καθώς τους γνώριζε προσωπικά, με τα καλύτερα λόγια. Αυτός ο θείος λοιπόν είναι υπεύθυνος για κάποια από τα ακούσματα που είχα μικρός. Από αυτόν άκουσα Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Γκάτσο, Μαρίζα Κωχ, Ελύτη, από αυτόν έμαθα για τον Ντοστογιέφσκι, τον Πικάσο, τον Τσε.
Ήταν άνθρωπος ιδιαίτερος, με έντονη προσωπικότητα, κατατρεγμένος για τα πολιτικά πιστεύω του. Μια μέρα ήρθε να μου ζητήσει κασέτα, από αυτά που ακούω, όπως έλεγε.

Του έδωσα Nazareth!

Ήταν η εποχή του CD. Από παντού μας τα χαρίζανε. Εφημερίδες, περιοδικά, μπακάλικα... και ας μην είχαμε το μηχάνημα, εμείς τα παίρναμε. Η νέα καταναλωτική μανία.
Ώσπου όλοι καταλήξαμε να αποκτήσουμε το φοβερό cd player με τον άψογο ήχο.

Παράλληλα μας έγινε πρόταση από τον Δημητράκα, να γίνουμε η μπάντα του, καθώς ήθελε να  εμφανιστεί ως τραγουδιστής. Θα παίζαμε διασκευές ροκ αλλά και έντεχνο και κάποια τραγούδια από τις μπάντες που συμμετείχε κατά καιρούς. Έκανε και δικό του δίσκο με την βοήθεια του Αδριανού στον στίχο και την μουσική και του Μιχάλη στον ήχο.
Το είδαμε σαν ευκαιρία να προωθήσουμε πιο πολύ και το δικό μας συγκρότημα.
Το προβάδικό μας πλέον μετονομάστηκε σε studio Artemis, αφού γίνονται πλέον και έξτρα ηχογραφήσεις demo για άλλους καλλιτέχνες. Έχουμε μπει για τα καλά στην εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που μας κάνει την ζωή λίγο πιο εύκολη.

Οι ηχογραφήσεις του νέου δίσκου θα γινόντουσαν στο καταπληκτικό studio Sierra.
Η περισσότερη ελληνική μουσική, έβγαινε από αυτό το studio.
Το υλικό που είχαμε μαζέψει ήταν υπέρ αρκετό, αλλά τώρα με το cd, δεν έχουμε περιορισμό.
15 κομμάτια θα χώραγαν άνετα στον δίσκο που θα είχε τον τίτλο: 'Ο Πύργος Της Βαβέλ'.
Οι συνθήκες ηχογράφησης έχουν ανέβει επίπεδο τώρα, όπως και εμείς πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Έχει επιστρατευτεί και speech coach για τον Μιχάλη, για καλύτερο αποτέλεσμα στην φωνή. Ο Τέρης Σιγανός. Στον ήχο ο Λάζαρος Καραγιάννης και ο Γιάννης Στεργίου και την επίβλεψη όλων είχε ο Μάριος Ζάρκος (Raw Silk).
Είχαμε και την δυνατότητα τώρα και για video clip, αφού η εταιρεία είχε συνεργασία με τον Μανώλη Τζιράκη, κορυφαίο στο είδος του. Το κομμάτι που επιλέχθηκε για αυτό το σκοπό ήταν η 'Βροχή'. Που αργότερα θα έπαιζε στο μουσικό κανάλι MAD πολύ συχνά.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1998, με μόνο μελανό σημείο, τον τελικό  ήχο του.
Τα υπερβολικά εφέ που χρησιμοποιήθηκαν, τελικά θάψανε λίγο την παραγωγή, αλλά είπαμε, δεν είχαμε λόγο σε αυτό. Μάταια ψάχναμε τον τρόπο να ακούσουμε κάπως καλά το cd,  σε διαφορετικά ηχοσυστήματα, στο αυτοκίνητο, με μικρά ηχεία, με ακουστικά, τελικά το αποδεχτήκαμε, παραμυθιάζοντας τους εαυτούς μας οτι η παραγωγή είναι πολύ μπροστά και εμείς δεν μπορούμε να την ακούσουμε.
Μια φορά όμως που παίζαμε με τον Δημητράκα στην Ηγουμενίτσα, σε ανοιχτό χώρο και βάλαμε το δίσκο να παίξει εκεί, λίγο πριν το soundcheck, να ακουστεί από τα ηχεία της συναυλίας, εκεί ακούσαμε καθαρά τα τραγούδια. Κουφό; Άντε βγάλε άκρη.

Κατά τα άλλα, γενικά ήταν καλή περίοδος για τους Εκτός Μάχης με καλύτερη στιγμή για το 1998, ένα απλό live στον Αυλώνα, στο πνευματικό κέντρο, όπου μας κάλεσαν από ένα δημοτικό σχολείο και τα παιδιά μας ζήτησαν σαν χάρη να παίξουμε το 'Να μ' αγαπάς' του Σιδηρόπουλου, ώστε να το αφιερώσουν στην δασκάλα τους. Η συγκινητική στιγμή που όλα τα παιδάκια ανέβηκαν πάνω στη σκηνή και τραγούδησαν μαζί μας το κομμάτι σαν χορωδία, αξεπέραστη.
Και τώρα άνθρωποι που νομίζουν οτι ξέρουν τα πάντα, από την τηλεοπτική οθόνη, βεβαιώνουν πως το τραγούδι είναι του Ρόκκου ή του κάθε ενός που το διασκευάζει.
Μη χέσω...   Αααα! και που'στε... να φωνάξετε τον Σιδηρόπουλο και για συνέντευξη  εε;


                                                                             37

Αν και κάναμε πολλές συναυλίες χάρη στον Δημητράκα...

...και μας είδε πολύς κόσμος, κάποια στιγμή ήταν λίγο ενοχλητικό να είμαστε και...'η μπάντα του Δημήτρη'. Έπρεπε να συνεχίσουμε μόνοι μας.
Έτσι και έγινε, μετά από μεταξύ μας συζήτηση, αποχωρήσαμε.
Δεν τα πήγαμε καθόλου άσχημα και μόνοι μας πλέον, γι' αυτό και πήραμε θάρρος  να ετοιμάσουμε και τρίτο δίσκο. Υλικό υπάρχει, πάντα θα υπάρχει, ο Αδριανός είναι αστείρευτος.
Ο δίσκος θα λέγεται 'Γη Αθανάτων' και θα κυκλοφορήσει από μια μικρή εταιρεία, την Alpha records. Οι ηχογραφήσεις μοιράζονται μεταξύ Sierra studio και ReAction studio, με τη βοήθεια του Λάζαρου και του Στεργίου που μας ήρθε και σαν δεύτερος κιθαρίστας. Ο ήχος είναι λίγο πιο βαρύς τώρα, αλλά πάντα είναι Εκτός Μάχης.

Αποκτήσαμε και την δική μας ραδιοφωνική εκπομπή στον τότε δημοφιλή σταθμό 'Atlantis', όπως αρκετά συγκροτήματα, πήραμε λόγο μέσω του σταθμού.
Παράλληλα μια άλλη πρόταση έρχεται και πάλι από τον ...Δημητράκα.
Ο Γιώργος Τσίγκος θέλει μπάντα. Αν και δεν το θέλαμε τόσο πολύ, με βαριά καρδιά πήγαμε εγώ, ο Αδριανός και ο Μαυρίκος στην συνάντηση με τον Τσίγκο στον Πειραιά, έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό.
Θα πω οτι ήταν, αρκετά πειστικός και μας κέρδισε με τα λόγια του.
Βασικά επειδή είχε ακόμα συμβόλαιο με την Minos EMI για άλλον ένα δίσκο, είχε υλικό, αλλά όχι μπάντα.

Ο Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι, είχαν καταφέρει να κάνουν επιτυχία το 1991, με ένα δεκάλεπτο σχεδόν κομμάτι, τα 'ΤετραγωνισμέναΦύλλα', που μόλις κυκλοφόρησε, παιζόταν παντού αν και τεράστιο.
Η γραμμένη κασέτα  πήγαινε σύννεφο και κανένας δεν πρόσεχε οτι δεν ήταν και καμιά σωστά δεμένη μπάντα. Ήταν όμως τέτοια η  ενέργεια των στίχων, που έκανε όλη τη δουλειά.
Ακόμα και ο ξάδελφός μου την είχε στο αυτοκίνητο.
- 'Άκου, άκου' μου 'λεγε.
Και εγώ με το demo των Εκτός Μάχης στα χέρια...
- Ναι, αλλά... άκου και αυτό....

Στο ανακαινισμένο πλέον studio Artemis , δουλεύουμε τον καινούργιο δίσκο του Τσίγκου και κάνουμε πρόβες σε κομμάτια, από όλη, την μέχρι στιγμής δισκογραφία του. Το κομμάτι που με άγχωνε πιο πολύ ήταν τα 'Τετραγωνισμένα..', όχι ότι ήταν δύσκολο, αλλά γιατί δεν το... χώνευα. Μέχρι την πρώτη πρόβα.
Ξεκινά η ακουστική κιθάρα τα πρώτα μέτρα μόνη της και εγώ περιμένω να παίξω, την πρώτη νότα του μπάσου, ώστε να ξεκινήσει η αφήγηση. Μετά το χτύπημα της χορδής μου και στο άκουσμα των πρώτων λέξεων... ανατρίχιασα, μπήκα κατ' ευθείαν στην ψυχή του κομματιού και για λίγα λεπτά έτρεμα. Έγινα ένας Μαύρος Κύκλος.
Μετά το LP 'Τετραγωνισμένα Φύλλα', κυκλοφόρησαν, 'Οι Χαμένοι ΠοιητέςΜας', ένα πολύ μέτριο άλμπουμ για μένα, αλλά μετά, στην 'Πόλη των Αθανάτων', αρχίζει να γίνεται η σωστή δουλειά, καθώς οι Μαύροι Κύκλοι αντικαταστάθηκαν  για πρώτη φορά.
Αργότερα τους παίρνει χαμπάρι η Minos EMI και τους υπογράφει το συμβόλαιο για δύο δίσκους. Οι 'Πάνινες Κούκλες', που για μένα ο καλύτερός τους μέχρι τώρα και αυτός που γράφουμε, με παραγωγό τον Μάνο Ξυδούς, στο studio LIVE των 'Tsopana Rave' και 'ΠΥΞ ΛΑΞ'. Ο Μάνος θα ήταν αυτός που σε μια συζήτηση με τον Τσίγκο, ανέφερε τη φράση:
- 'Εμείς οι δύο, χορεύουμε, ένα...' Τανγκό Βατράχων', και έτσι πήρε τον τίτλο ο δίσκος μας.

38


...συνεχίζεται.